Ο ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΥ ΡΕΑΛΙΣΜΟΥ: ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ & ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΠΥΓΜΗΣ

Γράφει ο Δρ. Θεόδωρος Κωστής

Αναδημοσιεύουμε από το istos.net.gr


Περίληψη
Υπάρχει δίκαιος πόλεμος? Υπερτερεί το δίκαιο του ισχυρού σε όλες τις αναμετρήσεις και διαμάχες μεταξύ κρατών?

Αυτό το δοκίμιο προσπαθεί να απαντήσει ακριβώς σε αυτές τις ερωτήσεις αντλώντας επιχειρήματα από πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις.
Η επιχειρηματολογία εμπλέκει μια σύγκριση μεταξύ εθνικού δικαίου, διεθνούς δικαίου και του δικαίου της πυγμής, δηλαδή το δίκαιο του ισχυρότερου σε μια αντιμαχία.
Τα συμπεράσματα δείχνουν ότι η ηθική και νομική βάση του εθνικού δικαίου είναι πλήρως άσχετη με τις διεθνείς αντιπαραθέσεις, το διεθνές δίκαιο είναι ένα εργαλείο καταπίεσης όταν χρησιμοποιείται από μια ισχυρή δύναμη ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις είναι ανύπαρκτο, ο ισχυρότερος έχει περισσότερες πιθανότητες να υπερισχύσει σε μια διένεξη ανεξαρτήτως εάν είναι δίκαιη ή μη η θέση του, ένας πόλεμος θεωρείται δίκαιος εάν είναι απελευθερωτικός και ότι η προσέγγιση του Επιθετικού Ρεαλισμού είναι η μόνη ορθολογική βάση για την επιβίωση ενός κράτους.

Εθνικό Δίκαιο
Στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης της “Σύντομης Ιστορίας της Φιλοσοφίας” των σοβιετικών συγγραφέων Γιόφτουκ, ‘Όιζερμαν και Στσιπάνοφ που εκδόθηκε το 1963 στην Αθήνα από τις εκδόσεις “Επίκουρος” αναφέρεται ότι η επιστήμη της φιλοσοφίας μελετάει τους γενικούς νόμους που διέπουν την φύση και την κοινωνία. Επεξηγηματικά το κεντρικό πρόβλημα που εξετάζει η φιλοσοφία είναι εάν το πνεύμα δημιούργησε την ύλη και γενικότερα την φύση ή αντιθέτως εάν μια ύλη με βάση τον άνθρακα μπόρεσε να δημιουργήσει βιολογικά όντα με λογική και συνείδηση.

Επίσης μια σημαντική παράπλευρη αναζήτηση του κεντρικού προβλήματος της φιλοσοφίας είναι εάν ο νους έχει την ικανότητα να γνωρίσει την φύση και τους νόμους της καθώς επίσης και αν έχει την ικανότητα να βρει τους νόμους που κυβερνούν την μελλοντική βέλτιστη εξέλιξη της κοινωνίας χρησιμοποιώντας ως βάση τη λογική (ορθολογισμός) ή το συναίσθημα (εμπειρισμός).

Όμως ένα σημαντικό κριτήριο για αυτή τη βέλτιστη εξέλιξη της κοινωνίας είναι η διάκριση μεταξύ του καλού και του κακού ή καλύτερα του δικαίου και του αδίκου μεταξύ των πολιτών μιας κοινωνίας. Βέβαια η κωδικοποίηση των επιμέρους κριτηρίων που συνθέτουν τους νόμους μιας κοινωνίας είναι βαθιά επηρεασμένη από τις φιλοσοφικές επιρροές του ορθολογισμού και του εμπειρισμού.

Επεξηγηματικά σίγουρα είναι άδικη η κλοπή, η εξαπάτηση και ο φόνος για μια κοινωνία αλλά από την άλλη πλευρά το συναίσθημα των πολιτών και των δικαστών καθώς και οι επιθυμίες τους για το ποιά θα πρέπει να είναι η σωστή τιμωρία ενός παραβάτη καταλυτικά επηρεάζει την αντίστοιχη εθνική νομοθεσία. Δηλαδή η εφαρμογή ενός νομικού συστήματος που θα καθορίζει το δίκαιο και το άδικο σχετικά με τις πράξεις των πολιτών ενός γεωπολιτικού χώρου έχει ρεαλιστική υπόσταση μόνο στα όρια του συγκεκριμένου κράτους.

Αυτό συμβαίνει επειδή το εκπαιδευτικό σύστημα του εκάστοτε κράτους έχει εμφυσήσει στους πολίτες του από πολύ μικρή ηλικία το σύστημα αξιών που είναι κοινωνικά αποδεκτό για την συγκεκριμένη πολιτεία. Ακριβώς αυτό το κοινωνικό σύστημα αξιών ονομάζεται “Εθνικό Δίκαιο” και η ύπαρξη του υποστηρίζεται από πολλά φιλοσοφικά συστήματα, από την Αρχαία Ελλάδα έως σήμερα και σε σχεδόν όλα τα κράτη του κόσμου.

Προφανώς, όπως προαναφέρθηκε αλλά αξίζει πάλι να τονισθεί, το εθνικό δίκαιο διαφέρει από κράτος σε κράτος επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει τα εκάστοτε ιδιαίτερα συμφέροντα επιβίωσης και συμβίωσης κάθε μιας κοινωνίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα διαφορών στις εκάστοτε εθνικές νομοθεσίες είναι η θέση για την κατοχή και χρήση όπλων από τον κάθε πολίτη καθώς και η χρήση της θανατικής ποινής για την συμμόρφωση εγκληματιών.

Διεθνές Δίκαιο
Ακριβώς επειδή υπάρχουν πολλά έθνη με τις αντίστοιχες κοσμοθεωρίες τους, σε κάποια στιγμή από την αρχή της ιστορίας ήταν αναμενόμενο ότι θα υπήρχε η σύγκρουση των συμφερόντων τους. Μια μέθοδος επίλυσης αυτών των διαφορών χωρίς την προστριβή σε πόλεμο ήταν η σύσταση του “Διεθνούς Δικαίου – International Law” ή “Διεθνών Σχέσεων – International Relations”.

Συγκεκριμένα οι απαρχές του διεθνούς δικαίου μπορούν να αναχθούν στην αρχαιότητα, όπως για παράδειγμα οι συνθήκες ειρήνης μεταξύ των πόλεων-κρατών της Μεσοποταμίας Lagash και Umma (περίπου το 2100 π.Χ.) και τις συμφωνίες μεταξύ του Αιγύπτιου Φαραώ Ραμσή Β’ και του βασιλιά των Χετταίων Χαττουσίλη Γ’ που είχε συναφθεί το 1258 π.Χ. Εδώ είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι συνήθως τέτοιες συνθήκες ερχόντουσαν σε ισχύ όταν οι αντίπαλοι ήταν εξίσου ισχυροί και δεν επιθυμούσαν την συνέχιση της στρατιωτικής αντιπαράθεσης.

Σε θεωρητική βάση ο καθηγητής του διεθνούς δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ Καθ. κ. Lassa Oppenheim (1858-1919) όριζε το διεθνές δίκαιο ως “ο κορμός εκείνος των συμβατικών και εθιμικών κανόνων που θεωρούνται νομικά δεσμευτικοί από τα πολιτισμένα κράτη στις μεταξύ τους σχέσεις”. Επιπροσθέτως υπάρχει σύμπλευση στην γνώμη του Καθ. Oppenheim από το επίσημο πόρταλ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που και εδώ ορίζεται το “Διεθνές Δίκαιο” ως ένα σώμα κανόνων που αναγνωρίζονται από τα κράτη ή τα έθνη ως δεσμευτικοί για τις μεταξύ τους σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων τους με τους διεθνείς οργανισμούς.

Άρα το διεθνές δίκαιο ενσωματώνεται συνήθως στις συμφωνίες μεταξύ κυρίαρχων κρατών ή προκύπτει από τέτοιες συμφωνίες και πρωτίστως χρησιμεύει ως μια συμβιβαστική λύση μεταξύ της σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ δύο κρατών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η “Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, Montego Bay”, με πρώτη εφαρμογή στις αρχές του 1994″ που ορίζει σε παγκόσμια κλίμακα την δικαιοδοσία ενός κράτους σχετικά με τις προσκείμενες θαλάσσιες περιοχές του.

Στην ίδια κατεύθυνση δημιουργήθηκε και ο “Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ” που καλεί ρητά τα μέλη των Ηνωμένων Εθνών να αναλάβουν την προοδευτική κωδικοποίηση και ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου. Σε αυτό το πνεύμα ορίστηκαν εκατοντάδες συμβάσεις και συνθήκες που παρέχουν το πλαίσιο για την προώθηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, καθώς και της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Επιπροσθέτως οι συμβάσεις αυτές δεσμεύουν νομικά μόνο τα κράτη που τις έχουν επικυρώσει.

Το κύριο σημείο είναι ότι αυτές οι παραπάνω συμφωνίες και συνθήκες πρέπει να έχουν επικυρωθεί από τα συμβαλλόμενα κράτη για να μπορούν να έχουν κάποια νομική ισχύ. Για παράδειγμα σύμφωνα με το “Δίκαιο της Θάλασσας” η Τουρκία δικαιούται μια πολύ μικρή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και η ΑΟΖ της Ελλάδας εφάπτεται με την αντίστοιχη της Κύπρου. Από την άλλη πλευρά η Τουρκία δεν έχει υπογράψει αυτή τη σύμβαση και βολικά δεν αναγνωρίζει τα προβλεπόμενα από αυτή τη διεθνή νομοθεσία.

Περαιτέρω οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν παρέχουν καμία υποστήριξη προς την αναγνώριση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης, δηλαδή για όσο αφορά την Αμερική το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (International Criminal Court – ICC) δεν έχει καμία δικαιοδοσία, καμία νομιμότητα και καμία εξουσία. Όμως σε αυτό ακριβώς το δικαστήριο σύρθηκε το 2001 ο πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς με την κατηγορία περί εγκλημάτων πολέμου.

Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η κυβέρνηση Μιλόσεβιτς είχε χαρακτηριστεί από αρκετούς διπλωματικούς παράγοντες ως “πυλώνας σταθερότητας” στα Βαλκάνια και το 1995 είχε συνυπογράψει μαζί με τον τότε πρόεδρο της Κροατίας Φράνιο Τούτζμαν και τον αντίστοιχο πρόεδρο της Βοσνίας & Ερζεγοβίνης Αλίγια Ιζετμπέγκοβιτς την Συμφωνία Ειρήνης του Ντέητον που έδινε τέλος στον Πόλεμο της Βοσνίας (1992-1995).

Αντιθέτως όταν το 1999 τα συμφέροντα των ΗΠΑ πήγαν στο επόμενο στάδιο της αποδυνάμωσης της ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια (η ΕΣΣΔ είχε καταρρεύσει στο τέλος του 1991) και εν μέσω των βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ ο Μιλόσεβιτς κατηγορήθηκε από το “Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία” για εγκλήματα πολέμου σε σχέση με τους πολέμους στη Βοσνία, την Κροατία και το Κοσσυφοπέδιο. Επιπροσθέτως αυτές οι κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου έμειναν αναπόδεικτες και ο Μιλόσεβιτς πέθανε έγκλειστος μετά από πέντε χρόνια άδικης και αδικαιολόγητης φυλάκισης.

Για την ακρίβεια ο Μιλόσεβιτς είχε παραιτηθεί από τη Γιουγκοσλαβική προεδρία εν μέσω διαδηλώσεων, μετά τις αμφισβητούμενες προεδρικές εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου 2000, όπως ακριβώς παραιτήθηκε εν μέσω διαδηλώσεων και ο Βίκτωρ Γιανουκόβιτς στην Ουκρανία.

Βέβαια υπάρχει αισθητή διαφορά της τωρινής στρατιωτικής επιχείρησης της Ρωσίας στην Ουκρανία με την τότε μη-παρέμβαση της Ρωσίας στην Γιουγκοσλαβία. Χαρακτηριστικά η Γιουγκοσλαβία από τον καιρό του Τίτο δεν είχε ακριβώς τέλειες σχέσεις με την ΕΣΣΔ, αντιθέτως τα εδάφη που χρεώνονται σήμερα στην Ουκρανία είναι ο εγγύς ζωτικός χώρος της Ρωσίας. Επιπροσθέτως σήμερα η Μόσχα έχει ανακάμψει οικονομικά, στρατιωτικά και κοινωνικά μετά από την διάλυση της ΕΣΣΔ και είναι σε θέση να υποστηρίξει τα εθνικά συμφέροντα της σε όλα τα πεδία.

Άρα η επίκληση στο διεθνές δίκαιο γίνεται κυρίως όταν εξυπηρετεί κάποια συμφέροντα συνήθως μιας ισχυρής δύναμης και αναλόγως των καταστάσεων. Η επίκληση του διεθνούς δικαίου από μια δύναμη που δεν διατίθεται να έρθει σε πλήρη αντιπαράθεση με όλα τα μέσα είναι μια αδιάφορη και άσκοπη πράξη.

Στην περίπτωση της Ρωσίας ο σκοπός της Δύσης είναι η ηθική και νομική καταδίκη της στρατιωτικής επιχείρησης για την προστασία του ρωσικού πληθυσμού. Συγκεκριμένα η στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας σήκωσε μια θύελλα αντιδράσεων και κυρώσεων από την Αμερική και την Ευρώπη στο όνομα του Διεθνούς Δικαίου με απώτερο σκοπό την απονομιμοποίηση των ρωσικών πράξεων.

Από την άλλη πλευρά η ίδια δύναμη που καταδικάζει άλλους για την παράβαση του διεθνούς δικαίου, μπορεί να χρησιμοποιήσει πάλι το διεθνές δίκαιο με απώτερο σκοπό την δικαιολόγηση των αμφιβόλου ηθικής και νομικής υπόστασης πράξεων της στα διεθνή μάτια, όπως για παράδειγμα την εισβολή των ΗΠΑ στην Γρενάδα το 1983. Συγκεκριμένα ενώ αυτή η στρατιωτική επέμβαση είχε χαρακτηριστεί από την γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ως μια καταφανή καταπάτηση της διεθνούς νομοθεσίας με 108 ψήφους υπέρ και 9 κατά, ο πρόεδρος Ρήγκαν δήλωσε την αναγκαιότητα της για την προστασία των αμερικανών φοιτητών και γενικότερα της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ από τον κομμουνισμό.

Συνοπτικά δεν είναι τυχαίο ότι η “διεθνής δικαιοσύνη” έχει χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογεί στρατιωτικές παρεμβάσεις ή ακόμη και εγκλήματα πολέμου του ΝΑΤΟ (ΗΠΑ) και να ανακαλύπτει τέτοια εγκλήματα εκεί που δεν υπάρχουν για τους αντίπαλους του.

Ειδικότερα για τα ελληνοτουρκικά, είναι άξιο απορίας πως υπάρχουν ορισμένοι πολιτικοί στη Ελλάδα που επιμένουν ότι για την δίκαιη λύση των ελληνοτουρκικών θεμάτων είναι αρκετή η παραπομπή στο δικαστήριο της Χάγης, ενώ αυτό αποδεδειγμένα αποτελεί εντελώς υποκειμενικό όργανο υποστήριξης ιδιαιτέρων συμφερόντων εντελώς αλλότριων με αυτά της πατρίδας μας.

Παράλληλα σε αυτό το σημείο θα πρέπει να υπογραμμιστεί, πως ειδικότερα σήμερα και σε μη αποκλειστικά ιδεολογικό επίπεδο, η αποδοχή του “διεθνούς δικαίου” όπως αναλύθηκε παραπάνω από κάποιο κράτος μπορεί να υποβόσκει και την υποταγή σε μια διεθνή και υπερεθνική εξουσία άρα κατ ουσίας σε μια διεθνή μη-εκλεγμένη διακυβέρνηση. Με άλλα λόγια η εγκαθίδρυση του “διεθνούς δικαίου” είναι μια αρχική και σημαντική κίνηση της παγκοσμιοποίησης και της παγκόσμιας διακυβέρνησης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπερίσχυση του κοινοτικού δικαίου (δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης) έναντι των εθνικών νομοθεσιών των κρατών μελών. (Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1964 — Flaminio Costa κατά ENEL). Σε αυτή την απόφαση αποτυπώνεται ότι “η αρχή της υπεροχής διασφαλίζει ότι το δίκαιο της ΕΕ προστατεύει ομοιόμορφα τους πολίτες σε ολόκληρη την ΕΕ”.


Όμως αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελείται από πολλές χώρες, είναι ουτοπικό να υπάρχει μια ενιαία νομοθεσία με την πρόφαση ότι όλοι οι πολίτες πρέπει να προστατεύονται ομοιόμορφα. Ούτε οι πολιτείες των ΗΠΑ δεν μοιράζονται ίδια νομοθετικά πλαίσια, υπάρχει πλειάδα διαφορών ειδικότερα στο οικονομικό και ποινικό δίκαιο.

Άρα η δημιουργία ενός ενιαίου διεθνούς δικαίου για την Ευρώπη έχει δημιουργηθεί για την πιο εύκολη χειραγώγηση των χωρών μελών από μια μη-εκλεγμένη υπερεξουσία με τα δικά της συμφέροντα. Άλλωστε ένας κύριος λόγος του Brexit ήταν ακριβώς η δυσφορία του Ηνωμένου Βασιλείου στη υιοθέτηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ειδικότερα στην διαχείριση της μετανάστευσης.

Δίκαιο της Πυγμής
Με μια γρήγορη ανασκόπηση το εθνικό δίκαιο ισχύει μόνο στα όρια ενός συγκεκριμένου κράτους ενώ το διεθνές δίκαιο είναι μια έννοια που είτε δεν αναγνωρίζεται από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη περιορίζοντας δραστικά την αποτελεσματικότητα του στην εδραίωση μιας δικαιοσύνης μεταξύ κρατών είτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά από μια υπερεθνική οντότητα για την μείωση της εθνικής κυριαρχίας κάποιου κράτους.

Λόγω της παραπάνω πραγματικότητας, σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται το ερώτημα εάν η μόνη δύναμη που μπορεί να πολλαπλασιάσει τις πιθανότητες επιβίωσης ενός κράτους είναι μια υψηλή στρατηγική που θα δίνει συνεχώς ενίσχυση στην πολιτική, υβριδική και στρατιωτική δύναμη του καθώς και η ακτινοβολία αυτών των συνιστωσών προς τα όμορα ή ακόμη και σε πολύ πιο μακρινά κράτη.

Αναλυτικά τα βασικά στοιχεία μιας Υψηλής Στρατηγικής ενός κράτους πηγάζουν από την θέληση των πολιτών του και την ισχύ των όπλων του. Ειδικότερα σε αυτό το σημείο θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ως όπλα στην σημερινή εποχή νοούνται όλες οι τακτικές και επιχειρησιακές δυνατότητες που πηγάζουν από τα πεδία του πολιτικού, υβριδικού και συμβατικού πολέμου.

Άρα μήπως ένα βασικό στοιχείο της εθνικής ασφάλειας ενός κράτους είναι η συνεχής επέκταση του προς άλλα κράτη, ανεξαρτήτως φυσικής γεωγραφικής αποστάσεως, είτε με πολιτικό πόλεμο όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε με υβριδικό πόλεμο όπως η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, είτε με συμβατικές στρατιωτικές επιχειρήσεις όπως ο βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας?

Δηλαδή είναι σωστή η άποψη ότι η ήπια δύναμη (συμμαχίες, πολιτικός πόλεμος, υβριδικός πόλεμος) και η σκληρή βία (στρατιωτικές επιχειρήσεις) όταν εκφράζονται με πρωτοβουλία είναι ο μόνος τρόπος της επιβίωσης ενός κράτους?

Ένα ενδεικτικό ιστορικό παράδειγμα υπάρχει στο 1949 με την στρατιωτική επικράτηση του Μάο Τσε Τουνγκ στην Κίνα και την φυγή των αντιπάλων του στην Ταϊβάν. Όμως ήδη από το 1938 ο Μάο Τσε Τουνγκ έγραφε στο βιβλίο του “Προβλήματα του Πολέμου & της Στρατηγικής – Problems of War & Strategy” ότι η πολιτική δύναμη ακτινοβολεί από την κάννη ενός όπλου. Συγκεκριμένα από το 1949 και μετά, δηλαδή κατά τη διάρκεια της περιόδου διακυβέρνησης του Μάο, η Κίνα ενεπλάκη στον Πόλεμο της Κορέας (1950-1953), στη Σινοσοβιετική ρήξη (1956), στον Πόλεμο του Βιετνάμ (1955-1975) καθώς και στην άνοδο των Ερυθρών Χμερ (1968-1979).

Πιο πρόσφατα παραδείγματα είναι η ειδική στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας προς το νότο, η κινητοποίηση των στρατευμάτων της Σερβίας στα σύνορα με το Κόσοβο και η συνεχής στρατιωτική επιθετικότητα του Αζερμπαϊτζάν, που κατά παραβίαση κάθε εκεχειρίας, συνεχίζει να επιτίθεται στην Αρμενία με συμβατικό (πολύ πρόσφατη επίθεση μέσα στο 2022 με Bayraktar) ή με πολιτικό πόλεμο (διακοπή της παροχής φυσικού αερίου στο Αρτσάχ εν μέσω ακραίων χειμερινών καιρικών συνθηκών). Άρα ο ισχυρότερος έχει περισσότερες πιθανότητες να υπερισχύσει σε μια διένεξη ανεξαρτήτως εάν είναι δίκαιη (Ρωσία) ή μη (Αζερμπαϊτζάν) η θέση του.

Η ορθολογία του Επιθετικού Ρεαλισμού
Η πεμπτουσία όλων των διενέξεων ανά την υφήλιο είναι ο έλεγχος περιοχών σε γη και θάλασσα καθώς και η διαχείριση των πόρων τους από ένα κράτος. Επεξηγηματικά επειδή οι φυσικοί πόροι είναι περιορισμένοι, άλλωστε η επιστήμη της οικονομίας προσπαθεί ακριβώς να μας διδάξει την διαχείριση αυτής της σπανιότητας, έτσι και ο πόλεμος ορίζει ποια χώρα θα έχει την κυριότητα και τον έλεγχο αυτής τη σπανιότητας.

Τώρα αφού οι πόλεμοι διεξάγονται για τον έλεγχο περισσότερων πόρων, εδώ υπεισέρχεται το ερώτημα της νομιμοποίησης των επιθετικών στρατιωτικών επιχειρήσεων για την εξασφάλιση τους. Σίγουρα ένα βασικό κριτήριο είναι η απελευθέρωση περιοχών όπου είχαν προηγουμένως καταληφθεί από ένα εισβολέα. Με αυτό το μέτρο η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, του Πόντου και της Ιωνίας εμπίπτει στα πλαίσια ενός δίκαιου πολέμου που θα αποτυπώνεται σε μια εθνική υψηλή στρατηγική για το μέλλον. Σε αντιπαράθεση η βάρβαρη κατακτητική μανία των Οθωμανών με εξανδραποδισμούς και γενοκτονίες της ελληνικής ομογένειας από τον Πόντο ως τη Μικρά Ασία, που αποτυπώνεται άριστα σήμερα στην τουρκική εξωτερική πολιτική, ήταν ένα άνομο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και του Ελληνισμού.

Σε θεωρητική βάση η πιο ορθολογική προσέγγιση για την κατάσταση μεταξύ κρατών έχει προέλθει από την θεωρία του “Επιθετικού Ρεαλισμού” με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον Καθ. Τζών Μερσάιμερ (John Mearsheimer). Αυτή η θεωρία υποστηρίζει ότι η ανάγκη για ασφάλεια με απώτερο σκοπό την επιβίωση ενός έθνους επιβάλλει στα κράτη την χάραξη μιας επιθετικής Υψηλής Στρατηγικής.

Επεξηγηματικά όσα κράτη επιθυμούν να επιβιώσουν στο ανέκαθεν άναρχο διεθνές περιβάλλον θα πρέπει να φροντίζουν να σφυρηλατούν το ηθικό των πολιτών τους και να προσπαθούν συνεχώς να μεγιστοποιούν την πολιτική, υβριδική και συμβατική στρατιωτική ισχύ τους. Με απλά λόγια ο επιθετικός ρεαλισμός αναζητά την συσσώρευση δύναμης και την ακτινοβολία επιρροής για να επιτύχει την ασφάλεια ενός κράτους μέσω της κυριαρχίας και της ηγεμονίας. Προφανώς με αυτό τον τρόπο δεν υπάρχει κανένας ηθικός ή φιλοσοφικός φραγμός μπροστά στην απόκτηση της δύναμης με οποιαδήποτε μέσο.

Στην αντίθετη πλευρά του επιθετικού ρεαλισμού υπάρχει ο “Αμυντικός Ρεαλισμός” που ο γράφων υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να ονομάζεται “Αμυντικός Ουτοπισμός”. Δηλαδή είναι πλάνη για ένα κράτος να υιοθετεί μια υψηλή στρατηγική που δεν διεκδικεί τίποτα από οποιονδήποτε, ακόμη και αν όμορα κράτη έχουν καταλάβει εδάφη του, υποστηρίζοντας ότι η άναρχη δομή του διεθνούς συστήματος ενθαρρύνει τα κράτη να διατηρήσουν μέτριες και συγκρατημένες πολιτικές για την επίτευξη της παγκόσμιας ασφάλειας.

Συμπερασματικά ένας πόλεμος είναι δίκαιος μόνο εάν διεξάγεται για έναν λόγο που είναι δικαιολογημένος και που έχει επαρκή ηθική βαρύτητα, όπως η απελευθέρωση εδαφών από ένα εισβολέα. Η χώρα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει δίκαιος λόγος να το κάνει. Η κύρια δίκαιη αιτία είναι η διόρθωση μιας άδικης κατάστασης. Τέτοιο παράδειγμα είναι η τωρινή ειδική στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας στην Ουκρανία όπως και μια μελλοντική τέτοια επιχείρηση για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, του Πόντου και της Μικράς Ασίας από την Ελλάδα.

Απάντηση