ΜΑΧΕΣ ΣΕ ΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ

Γράφει ο Γιώργος Παντελή*.

Αγώνας σε κατοικημένο τόπο, ο εφιάλτης κάθε στρατιωτικού διοικητή αλλά και μια αναπόφευκτη πραγματικότητα σήμερα. Μπορεί οι αριστοτεχνικοί ελιγμοί να κατορθώνουν να υπερκεράσουν τους κατοικημένους τόπους αλλά η σύγχρονη εμπειρία αποδεικνύει ότι τελικά δεν μπορούμε να αποφύγουμε την εμπλοκή μας σε αιματηρούς αγώνες μέσα σε αυτούς. Ο κυριότερος λόγος είναι η ραγδαία αύξηση του αστικού πληθυσμού και κατά συνέπεια των κατοικημένων τόπων, που περιορίζουν όλο και περισσότερο τους διαθέσιμους για κλασσικούς ελιγμούς και συγκρούσεις χώρους. Είναι πλέον δεδομένο ότι οποιαδήποτε κίνηση στρατιωτικών μονάδων θα συναντήσει στο δρόμο της, μεγαλύτερους ή μικρότερους κατοικημένους τόπους, με τις δυνατότητες υπέρβασης τους να ελαχιστοποιούνται. Η αναγκαιότητα εμπλοκής σε αγώνες εντός κατοικημένων τόπων πηγάζει επίσης και από πολιτικούς στόχους που θέτουν ως απόλυτη προτεραιότητα τον έλεγχο τους, ενίοτε και σε βάρος των απωλειών, ημετέρων και αμάχων.

Πολλαπλά τα πρόσφατα παραδείγματα συγκρούσεων μέσα σε, περισσότερο ή λιγότερο, πολυπληθή αστικά συγκροτήματα. Γκρόζνυ-Τσετσενία, Λωρίδα της Γάζας, Χαλέπι, Μοσούλη και Ράκκα είναι τα πλέον προβεβλημένα πεδία συγκρούσεων των τελευταίων 20 ετών. Πολλά τα κοινά σημεία αλλά σημαντικές και οι διαφορές σε κάθε περίπτωση.

ΜΕΡΟΣ Α: Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΟΣΟΥΛΗΣ, ΙΡΑΚ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ, 2016- ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, 2017

Ένα αρκετά γνωστό παράδειγμα, ειναι η Μάχη της Μοσούλης, όπου παρακάτω θα σας παρουσιαστούν λεπτομέριες σχετικα με τον ΑΝΣΚ αλλά και τον σχεδιασμό της επιχείρησης αυτής.

Η μάχη της Μοσούλης ήταν το κύριο γεγονός της εκστρατείας των συνδυασμένων ιρακινών, αμερικανικών και λοιπών συμμαχικών δυνάμεων εναντίον του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ). Το φθινόπωρο του 2016, μετά από μια αργόσυρτη, αλλά επιτυχή, εκστρατεία στην επαρχία Άνμπαρ, που περιλάμβανε και την καταστροφική μάχη στη Ραμάντι, η Συμμαχία έστρεψε την προσοχή της στο κάστρο του ΙΚ στο Ιράκ, στη Μοσούλη.

Η μάχη της Μοσούλης άρχισε στις 16 Οκτωβρίου 2016 και έληξε, επίσημα, στις 10 Ιουλίου 2017. Όμως, σιγόβραζε για αρκετές βδομάδες ακόμη, καθώς οι δυνάμεις της Συμμαχίας εκκαθάριζαν θύλακες μέσα στην πόλη. Η μάχη έληξε οριστικά τον Αύγουστο του 2017.

Οι εκτιμήσεις ποικίλουν, όμως, μπορεί να ειπωθεί ότι το ΙΚ στη Μοσούλη παρέταξε μεταξύ πέντε και δώδεκα χιλιάδες μαχητές, ενώ η κυβέρνηση του Ιράκ μαζί με την Περιφερειακή Κυβέρνηση του Ιρακινού Κουρδιστάν συγκέντρωσαν, περίπου, 94.000 ένστολους στρατιώτες και άλλους 14.000 φίλια προσκείμενους πολιτοφύλακες.

Για το ΙΚ, το να συναντηθεί σε ανοιχτό πεδίο, στη δυτική έρημο του Ιράκ, με τις δυνάμεις της Συμμαχίας ήταν εκτός συζήτησης, και αν το έκανε η ήττα θα ήταν βέβαιη, σε μια μάχη που θα έμοιαζε περισσότερο με ωμή επανάληψη της καταιγίδας της ερήμου. Από την άλλη πλευρά, η Μοσούλη, η ντε φάκτο πρωτεύουσα του ΙΚ στο Ιράκ, θα ήταν ένα ιδανικό πεδίο μάχης, καθώς θα παρείχε όλα τα πλεονεκτήματα που απολαμβάνει ο αμυνόμενος μέσα στον αστικό ιστό μίας πόλης. Θα πολλαπλασίαζε το κόστος για τις δυνάμεις της Συμμαχίας, ίσως μέχρι του σημείου όπου το ΙΚ θα κέρδιζε τη μάχη. Έτσι, οι τζιχαντιστές συγκέντρωσαν τα στρατεύματα τους στη Μοσούλη και προετοίμασαν τις άμυνες τους.

Με την εκ των υστέρων γνώση είναι εύκολο να ειπωθεί ότι η ήττα του ΙΚ ήταν εξασφαλισμένη. Όμως, τα drone, τα ρομπότ και τα πυρομαχικά ακριβείας, δεν κέρδισαν από μόνα τους τη μάχη. Η ωμή δύναμη, η θέληση και η υπέρτερη δυνατότητα προμήθειας πολεμικού υλικού το έκαναν. Στην πορεία της μάχης το ΙΚ ώθησε τις ιρακινές δυνάμεις στο σημείο κορύφωσης τους και σχεδόν εξάντλησε τα αμερικανικά αποθέματα πυρομαχικών ακριβείας. Η διάρκεια και η καταστροφικότητα της μάχης υποδεικνύουν ότι το αποτέλεσμα της δεν ήταν τόσο βέβαιο όσο μπορεί να υποτεθεί εκ των υστερών.

Στα «Θεμέλια της Επιστήμης του Πολέμου», ο Βρετανός θεωρητικός και αξιωματικός του στρατού Τζον Φούλερ φέρνει τη συζήτηση για την αποφασιστικότητα στο σωστό επίπεδο. Ο Φούλερ υποστηρίζει ότι το αποφασιστικό αποτέλεσμα στον πόλεμο, είτε στο πολιτικό είτε στο τακτικό επίπεδο, είναι το αποτέλεσμα αθροιστικών ενεργειών που αναγκάζουν τον αντίπαλο να δεχτεί το πολιτικό επίδικο ή να αλλάξει το σχέδιο του, με τελικό αποτέλεσμα αυτός να συναινεί, επειδή βλέπει τη ματαιότητα της περαιτέρω ενεργής, ή και κεκαλυμμένης, αντίστασης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, πάνω απ΄ όλα τ΄ άλλα, η χρονική διάρκεια αποκαλύπτει την αποφασιστικότητα μίας μάχης.

Κάνοντας ένα βήμα πίσω από τους τακτικούς περιορισμούς της μάχης της Μοσούλης, μπορεί κάποιος να δει ότι αυτή παρήγαγε μακροχρόνια, αποφασιστικά αποτελέσματα. Όπως σχεδιάστηκε η μάχη ήταν απλά ένας σταθμός μίας ευρύτερης εκστρατείας, που άρχισε, κάπως απρογραμμάτιστα, στην επαρχία Ανμπάρ, το καλοκαίρι του 2014, και πιο μεθοδικά από τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, με τη δημιουργία της συνδυασμένης δύναμης που θα διεξήγαγε την επιχείρηση «Inherent Resolve». Σύμφωνα με το σχέδιο της εκστρατείας μετά τη Μοσούλη, οι επόμενες μάχες θα λάμβαναν χώρα στην Ταλ Αφάρ, στη Χαουίγια και στο μέσο της κοιλάδας του Ευφράτη. Όμως, η μάχη της Μοσούλης άλλαξε θεμελιωδώς τη συνέχεια της εκστρατείας με δύο χαρακτηριστικούς τρόπους:

Πρώτον, συνέτριψε τον στρατό του ΙΚ. Μετά τη Μοσούλη το ΙΚ δεν μπορούσε, ή δεν ήθελε, να παρατάξει ξανά σημαντικές δυνάμεις κι έτσι πέρασε σε μία στρατηγική ενεργειών χαμηλότερου προφίλ. Η μάχη της Ταλ Αφάρ κατέδειξε αυτήν την αλλαγή. Ενώ οι δυνάμεις της Συμμαχίας περίμεναν ότι θα είχε την ίδια ένταση με αυτήν της Μοσούλης, στην πραγματικότητα δεν είχε σημασία, επειδή το ΙΚ δεν στάθηκε για να πολεμήσει. Αντιστάθηκε σύντομα και απέφυγε να εμπλακεί στενά. Στην πράξη, ποτέ ξανά το ΙΚ δεν συγκέντρωσε τις δυνάμεις του για μάχη.

Δεύτερον, η μάχη ενέτεινε την απόκλιση συμφερόντων μεταξύ της κυβέρνησης του Ιράκ και της (υπό την αμερικανική ηγεσία) Συμμαχίας. Μόλις η ήττα του ΙΚ έγινε προφανής, η κυβέρνηση του Ιράκ άρχισε να απομακρύνεται από τη Συμμαχία. Η επιχείρηση της ιρακινής κυβέρνησης να καταπνίξει τις τάσεις για κουρδική ανεξαρτησία, τον Οκτώβριο του 2017, παρά την αμερικανική αντίδραση, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως η μάχη επηρέασε τους πολιτικούς σκοπούς των συμμετεχόντων. Επιπλέον, η πίεση του Ιρακινού πρωθυπουργού, Χαϊντέρ αλ-Αμπαντί, για μείωση του αριθμού των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ, μετά την ήττα του ΙΚ, είναι άλλο ένα παράδειγμα της επίπτωσης της μάχης, όχι μόνο στην εκστρατεία, αλλά και στον πόλεμο. Η αποφασιστικότητα της μάχης της Μοσούλης άλλαξε τα σχέδια των διαφόρων πλευρών, τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτικά.

Πιο γενικά, είναι σημαντικό να τονισθεί η αποφασιστική σημασία της μάχης της Μοσούλης ως ένα παράδειγμα της αυξανόμενης συχνότητας των αποφασιστικών μαχών στον σύγχρονο πόλεμο.

ΜΕΡΟΣ Β: Η Μάχη της Πόλης Sadr

Η Πόλη Sadr (γνωστή προηγουμένως με τα ονόματα Al-Thawra και Πόλη του Σαντάμ) είναι μια πυκνοκατοικημένη, σιιτική, περιοχή στην ανατολική Βαγδάτη, που περιβάλλεται από σουνιτικές περιοχές. Είναι ένα από τα εννιά διοικητικά διαμερίσματα στα οποία διαιρείται η Βαγδάτη. Την εποχή της μάχης ο πληθυσμός της ήταν μεταξύ 1,6 και 2,4 εκατομμυρίων. Φτιάχτηκε το 1958 για να στεγάσει εσωτερικούς μετανάστες που πήγαιναν στη Βαγδάτη για να βρουν δουλειά και παρέμεινε πάμφτωχη. Πήρε το τελευταίο όνομα της από τον Αγιατολλάχ Mohammad Mohammad Sadeq al-Sadr. Έχει τετράγωνο σχήμα, που φαίνεται χαρακτηριστικά στον χάρτη, Κυριαρχείται από στενούς δρόμους και σοκάκια, ακτινωτά δίκτυα μεταφοράς ενέργειας και τριώροφα ή χαμηλότερα κτήρια.

Από τις 23 Μαρτίου μέχρι τις 12 Μαΐου του 2008 ο αμερικανικός στρατός και οι ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας ενεπλάκησαν σε μία έντονη μάχη, μέσα και γύρω από τη σιιτική περιοχή της Βαγδάτης που είναι γνωστή ως «Πόλη Sadr». Η μάχη ανάγκασε μονάδες που μέχρι τότε ήταν προσανατολισμένες στην εκτέλεση αποστολών ασφαλείας να μετατραπούν σε συγκροτήματα συνδυασμένων όπλων και να εμπλακούν σε έναν υψηλής έντασης αγώνα μέσα σε μία πόλη που κατοικούσαν δύο εκατομμύρια άμαχοι. Οι προσαρμογές που έκαναν αυτές οι μονάδες και τα αποτελέσματα αυτής της σύντομης άλλα σημαδιακής μάχης παρέχουν σημαντικά διδάγματα για τις μελλοντικές επιχειρήσεις σε πυκνοκατοικημένα αστικά περιβάλλοντα.

Οι αμερικανικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην περιοχή Thawra αιφνιδιάστηκαν από το ξέσπασμα βίας της 23ης Μαρτίου, πιθανόν γιατί ο στρατηγικός λόγος γι΄ αυτό που συνέβαινε δεν τους ήταν γνωστός. Το μόνο σημάδι που θα μπορούσε, ίσως, να τους προειδοποιήσει ήταν ότι ο εργολάβος που είχε αναλάβει την αποκομιδή των απορριμμάτων τους δεν είχε περάσει εκείνη τη βδομάδα και παρά τις κλήσεις που του έγιναν αρνούνταν πεισματικά να έρθει. Και μετά ξέσπασε η κόλαση – όχι μόνο στην περιοχή Thawra, αλλά σε όλη τη Βαγδάτη και ειδικά στην Πόλη Sadr.

Οι δυνάμεις της JAM έβαλλαν με ΠΕΠ των 107 χλστ. σε στόχους μέσα και γύρω από τη Βαγδάτη, συμπεριλαμβανομένης και της «Πράσινης Ζώνης», της περιοχής που στέγαζε τα κυβερνητικά κτήρια και τις διεθνείς αντιπροσωπείες. Επίσης, επιτέθηκαν στα αστυνομικά τμήματα και στα σημεία ελέγχου του ιρακινού στρατού γύρω από την Πόλη Sadr. Ο ιρακινός στρατός, η αστυνομία και οι «Υιοί του Ιράκ» που επάνδρωναν τα αστυνομικά τμήματα και τα σημεία ελέγχου, ως επί το πλείστον κατέρρευσαν ή ενώθηκαν με τη JAM. Όταν, στις 25 Μαρτίου, η επίθεση στη Βασόρα άρχισε όπως είχε σχεδιαστεί, οι δυνάμεις της JAM είχαν εκκαθαρίσει τις ιρακινές στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις από την Πόλη Sadr, είχαν καταλάβει τα μισά σημεία ελέγχου γύρω από αυτή και είχαν εντείνει τον βομβαρδισμό της Πράσινης Ζώνης. Οι αμερικανικές δυνάμεις αμύνονταν και ενίσχυαν όπου μπορούσαν και με τις πρώτες αναφορές άρχισαν να συνειδητοποιούν το μέγεθος και την κλίμακα της επίθεσης.

Ο πρωθυπουργός al-Maliki δεν μπορούσε να επιτρέψει στις επιθέσεις της JAM να αποκτήσουν εθνική σημασία και να επηρεάσουν την ενέργεια που εξελίσσονταν στη Βασόρα ή να κάνουν να φανεί η αναποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης του. Στις 25 Μαρτίου εξουσιοδότησε τον ιρακινό στρατό και τις συμμαχικές δυνάμεις να ενεργήσουν εναντίον της JAM, με αποστολή να σταματήσουν τις επιθέσεις με τις ρουκέτες και να αποκαταστήσουν τον κυβερνητικό έλεγχο στην Πόλη Sadr. Όμως, δεν άλλαξε τη διαταγή του που απαγόρευε την είσοδο των συμμαχικών δυνάμεων στην Πόλη Sadr. Έτσι, οι αμερικανικές δυνάμεις θα έπρεπε να πολεμήσουν έναν εχθρό που είχε εξασφαλίσει το καταφύγιο του.

Η δύναμη της JAM μέσα στην Πόλη Sadr εκτιμάτο σε δύο έως τέσσερις χιλιάδες μαχητές. Ο εξοπλισμός τους περιλάμβανε τυφέκια ΑΚ-47, πολυβόλα ΡΚΜ, τυφέκια ελευθέρου σκοπευτή των 0,50΄΄, RPG, όλμους των 60, 82, 120 χλστ., ΠΕΠ των 107 και 122 χλστ. και άγνωστο αριθμό Α/Α πυραύλων SA-7. Επίσης, φαίνονταν να διαθέτουν ατέλειωτες ποσότητες IED και κατασκεύαζαν οι ίδιοι κεφαλές EFP (Explosive Formed Penetrators) που μπορούσαν να διαπεράσουν αρκετές ίντσες ατσάλι. Οι μαχητές της JAM κυμαίνονταν από ντόπιους με ελάχιστη εκπαίδευση και ελαφρά όπλα μέχρι εκπαιδευμένες στο εξωτερικό «Ειδικές Ομάδες» και ελεύθερους σκοπευτές με πολύ καλές, ατομικές, στρατιωτικές ικανότητες.

Η αποστολή της εξουδετέρωσης της απειλής της JAM έπεσε, κατά κύριο λόγο, στην 3η Ταξιαρχία, της 4ης Μεραρχίας Πεζικού, που διοικούνταν από τον Συνταγματάρχη John Hort. Η Ταξιαρχία είχε φτάσει στο Ιράκ τρεις μήνες πριν και ήταν υπεύθυνη για την περιοχή γύρω από την Πόλη Sadr. Οι δύο μονάδες της που σήκωσαν το κύριο βάρος της μάχης ήταν το 1ο Τάγμα του 68ου Τεθωρακισμένου Συντάγματος (1-68 CAB), ένα τάγμα συνδυασμένων όπλων (Combined Arms Battalion – CAB), που διοικούνταν από τον Αντισυνταγματάρχη Mike Pappal, και η 1η Επιλαρχία του 2ου Συντάγματος Ιππικού Stryker (Stryker Cavalry Regiment – SCR), που διοικούνταν από τον Αντισυνταγματάρχη Dan Barnett.

Οι μάχες ήταν σκληρές. Το 1-68 CAB και η 1-2 SCR ανταποκρίθηκαν αμέσως προσπαθώντας να ανακτήσουν τα σημεία ελέγχου στα όρια της Πόλης Sadr. Όμως, αυτή τη φορά οι εξεγερμένοι δεν έφυγαν όταν αντιμετώπισαν την προοπτική μιας σοβαρής μάχης. Οι μαχητές της JAM ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν, είχαν κατασκευάσει πρόχειρες αμυντικές θέσεις και συγκεντρώνονταν εκεί που εμφανίζονταν οι συμμαχικές δυνάμεις. Αμερικανικές διμοιρίες αναγκάστηκαν να ζητήσουν υποστήριξη από ΕΕ/Π όταν αποκόπηκαν από μεγάλες εχθρικές ομάδες οχυρωμένες σε πολυώροφα κτήρια. Αμερικανοί στρατιώτες που προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τα κτήρια γύρω από ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, που χρησιμοποιούνταν ως πεδίο εκτόξευσης ρουκετών, βρέθηκαν να κυκλώνονται από 75 – 100 μαχητές της JAM. Ευτυχώς γι΄ αυτούς ΕΕ/Π μπόρεσαν να απωθήσουν τους αντιπάλους τους.

Η έντονη φύση του αγώνα οδήγησε το 1-68 CAB να στραφεί στα άρματα του και στα ΤΟΜΑ του. Τα Abrams και τα Bradley βρίσκονταν σταθμευμένα στο Στρατόπεδο Taji, μία μεγάλη αμερικανική βάση περίπου 45΄ μακριά με το αυτοκίνητο. Πριν τη μάχη το Τάγμα χρησιμοποιούσε θωρακισμένα HMMWV, που ήταν καταλληλότερα για την κίνηση σε πυκνοκατοικημένες περιοχές. Μία συνήθη περίπολο αποτελούνταν από τέσσερα HMMWV και 16-20 στρατιώτες. Χρειάστηκαν τρεις με τέσσερις μέρες ώστε το 1-68 CAB να μετατραπεί από μία δύναμη ασφαλείας που στηρίζονταν στα HMMWV, σε μία τεθωρακισμένη δύναμη συνδυασμένων όπλων. Οργανώθηκαν συγκροτήματα στο επίπεδο του λόχου για να γίνει καλύτερη προσαρμογή των μέσων στην κατάσταση και στο περιβάλλον. Bradley, άρματα μάχης και HMMWV χρησιμοποιήθηκαν με σκοπό το καλύτερο αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, ομάδες από ένα Bradley και δύο άρματα ή από δύο Bradley και ένα άρμα, συνοδευόμενα από αποβιβασμένο πεζικό προσφέρονταν περισσότερο για έντονο αστικό αγώνα παρά για καταστολή εξεγέρσεων.

Πριν τη μάχη το 1-68 CAB είχε πραγματοποιήσει μία σειρά οργανωτικών αλλαγών που εξυπηρέτησαν τη μετάβαση του σε μικρές ομάδες συνδυασμένων όπλων. Το Τάγμα συγκροτείτο από δύο ίλες αρμάτων και δύο λόχους πεζικού. Κανονικά οι υπομονάδες αυτές εκπαιδεύονται και αναπτύσσονται σαν σύνολα, αν και είναι ικανές να αλλάξουν τη συγκρότηση τους ανάλογα με την αποστολή. Όταν το Τάγμα έφτασε στη Βαγδάτη η διοίκηση του διαπίστωσε ότι οι ίλες αρμάτων δεν είχαν αρκετό προσωπικό (ή οχήματα) για να συγκροτήσουν αρκετά περίπολα ώστε να ανταποκριθούν στις ανάγκες ασφαλείας των τομέων που τους είχαν ανατεθεί. Για να αντιμετωπισθεί αυτό όλες οι υπομονάδες του Τάγματος αναδιοργανώθηκαν ώστε να περιέχουν διμοιρίες από τους λόχους πεζικού (οι περισσότερες) και από τις ίλες αρμάτων. Η αναδιοργάνωση αυτή από τη μία εξυπηρέτησε την άμεση ανάγκη να μπορούν οι υπομονάδες να παράξουν αρκετά περίπολα και από την άλλη όταν χρειάστηκε το Τάγμα να παρουσιαστεί στο πεδίο της μάχης ως δύναμη συνδυασμένων όπλων οι οργανικοί δεσμοί μέσα στα συγκροτήματα των υπομονάδων ήταν έτοιμοι.

Σε ένα μήνα η 3η Ταξιαρχία τοποθέτησε τέσσερις χιλιάδες πλάκες για να κατασκευάσει ένα τείχος τριών μιλίων. Κατά τη διάρκεια της μάχης η 3η Ταξιαρχία έβαλλε 120 πυραύλους Hellfire, 6 πυραύλους GMLRS, 8 κατευθυνόμενες βόμβες της αεροπορίας, 800 βλήματα αρμάτων 120 χλστ. και 12.000 βλήματα 25 χλστ. των Bradley. Ο ακριβής αριθμός των απωλειών της JAM είναι δύσκολο να υπολογιστεί. Σύμφωνα με κάποιες αναφορές είχε 700 νεκρούς, είναι πιθανόν όμως συνολικά οι νεκροί, τραυματίες και αιχμάλωτοι της JAM να ανέρχονταν σε κάποιες χιλιάδες. Η αμερικανική πλευρά είχε έξι νεκρούς.

Στις 12 Μαΐου ο Muqtada al-Sadr ανακοίνωσε την κατάπαυση του πυρός. Η τελευταία τσιμεντένια πλάκα μπήκε στη θέση της στις 15 Μαΐου. Η JAM δεν είχε ηττηθεί αποφασιστικά, αλλά η αντίσταση που προέβαλε όταν ο ιρακινός στρατός εισήλθε στην Πόλη Sadr ήταν ελάχιστη. Οι αμερικανικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην επιχείρηση ξαναγύρισαν στην οργάνωση που είχαν για την εκτέλεση επιχειρήσεων ασφαλείας.


  • Ο Γιώργος Παντελή είναι Σπουδαστής ΙΙας στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών.

Απάντηση