Το αδιέξοδο της δημοκρατίας: Ανάμεσα σε ”λαϊκή” δημοκρατία και εθνικό κράτος

Ακολουθήστε μας στα Social Media:


Γράφει ο Γεώργιος Τορνικάντης


‘’Το ζήτημα δεν είναι αν θα αποχωρήσουμε από την κοινοβουλευτική δημοκρατία αλλά μέσω ποιας οδού θα το πράξουμε: δια της κομμουνιστικής ή της εθνικής οδού!’’


Ιωάννης Μεταξάς

Η παραπάνω φράση του εθνικού κυβερνήτη και ‘’πατέρα’’ του ιστορικού ΟΧΙ φαίνεται να έχει στη σύγχρονη Ελλάδα το ιστορικό της αντίκρισμα και την πρόκληση στο νέο υπαρξιακό της δίλημμα. Τότε στον κοινοβουλευτικό κόσμο της Ελλάδας επικρατούσε πλήρης διαφωνία, ασυνεννοησία, ακυβερνησία και διχασμός ως αποτέλεσμα του Εθνικού Διχασμού του 1915-1917 και της μικρασιατικής τραγωδίας. Στην Ευρώπη κυριαρχούσαν δύο αντίθετα εν μέρει αλλά με αρκετές ομοιότητες ιδεολογικά ρεύματα, ο κομμουνισμός και ο φασισμός. Ο πρώτος ήταν η αντίδραση στον καπιταλισμό και στην εκβιομηχάνιση της κοινωνικής ζωής ενώ ο δεύτερος ήταν η απάντηση στην κερδοσκοπία του πρώτου και στον αθεϊσμό του δεύτερου.  Ο πρώτος ήταν ‘’πνευματικό’’ τέκνο των Ευρωπαίων διανοούμενων και ‘’γραφειάδων’’, ιδίως του Γερμανού Κάρολου Μαρξ και βρήκε ερέθισμα στην καταπιεσμένη εργατική τάξη της εποχής, ενώ ο δεύτερος υπήρξε δημιούργημα ενός Ιταλού πρώην κομμουνιστή και ιδρυτή ιδεολογίας και κόμματος, του Μπενίτο Μουσολίνι, και ήταν αποτέλεσμα της καθολικής παράδοσης και του ρωμαϊκού τρόπου διακυβέρνησης με ανταπόκριση στην αστική τάξη. Η δημοκρατία διεθνώς και ιδίως στην Ευρώπη είχε φτάσει και τότε σε πολιτικό αδιέξοδο: οικονομική εξαχρείωση, διαφθορά, ακυβερνησία, κομματικές αντιπαλότητες, εκφυλισμός, ήταν ορισμένα από τα ‘’αγαθά’’ που έφερε η κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία καταργώντας τις αυτοκρατορίες και τον θεσμό της βασιλείας. (αν και πολλές δημοκρατίες ήταν βασιλευόμενες)

Οι λαοί και τα έθνη ζητούσαν λύσεις στα κοινωνικά και οικονομικά τους προβλήματα και απαντήσεις στα υπαρξιακά και πνευματικά τους ερωτήματα. Και αυτό που δεν μπορούσε να τους το δώσει η πολιτεία, η φιλοσοφία και η θρησκεία, το βρήκαν στο κομμουνιστικό κόμμα ή στο πρόσωπο ενός ‘’ηγέτη’’.
Το μόνο βέβαιο ήταν πως οι δημοκρατίες αργοπέθαιναν και τα πολιτικά αρπακτικά περιφερόντουσαν γύρω από το πτώμα τους για το ποιο θα αρπάξει την εξουσία για δικό του όφελος και για να ‘’σώσει’’ τον λαό από την τυραννία του άλλου.
Η αλήθεια είναι πως η δημοκρατία έπαιξε και έχασε. Ηττήθηκε σε ηθικό και πνευματικό επίπεδο και από εκεί ξεκινάει η αντίστροφή μέτρηση για την επικράτηση του άθεου υλιστικού κομμουνισμού ή του αυταρχικού επιβλητικού φασισμού.

Διότι κάθε φορά που επικρατεί μία δικτατορία σε μία χώρα ή έρχεται μία κοινωνική επανάσταση σημαίνει πως η δημοκρατία και οι εκπρόσωποι της προηγουμένως έχουν αποτύχει σε κάθε πεδίο.

Ομοιότητες παλαιού και νέου κόσμουΜετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ο φασισμός και ο κομμουνισμός έχουν τεθεί εκτός ανταγωνισμού. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία είτε με δεξιό προσανατολισμό (φιλελευθερισμό) ή είτε με αριστερό προσανατολισμό (σοσιαλδημοκρατία) επικράτησε στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Αυτό σηματοδοτεί πως κάθε πρόβλημα στις τάξεις των ανθρώπων και στις κοινωνίες των εθνών, τις επωμίζονται οι δημοκρατίες και οι ‘’αξίες’’ τους κι όχι οι ηττημένοι της ιστορίας.  Η επανεμφάνιση του ριζοσπαστισμού και των ακραίων πολιτικών τάσεων δεν είναι αποτέλεσμα και απόφαση μίας νυκτός αλλά μιας σειράς λανθασμένων κοινωνικών επιταγών (μετανάστευση, υπερφορολόγηση, lockdown, κ.α. ) και πολιτικών αποφάσεων (ενεργειακή κρίση, οικονομική κρίση, πολιτική κρίση, κρίση των φύλων, κ.α.) από τις δημοκρατίες των εθνών και της κυριαρχικής και γερμανοκεντρικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τότε ο κομμουνισμός εμφανίστηκε ως ‘’μεσσίας’’ της εργατικής τάξης όπου θα οδηγούσε τους λαούς σε έναν επίγειο παράδεισο υπό την ηγεμονία του Βλαδίμηρου Λένιν και της κομμουνιστικής Ρωσίας.
Σήμερα ο κομμουνισμός είναι απλά ένα κομμάτι του ευρύτερου αριστερού κινήματος παγκοσμίως, το οποίο διεκδικεί τον ρόλο του ‘’λυτρωτή’’ των λαών και των εθνών από τα δεσμά της πατριαρχίας, της παράδοσης, της θρησκείας και της κοινωνικής ηθικής, προτάσσοντας ένα όραμα μίας παγκόσμιας κοινότητας χωρίς σύνορα, φυλές, φύλα και ταυτότητες, υπό την ηγεσία ενός παγκόσμιου ανθρωπιστικού φορέα. (βλέπε παλαιά Σοβιετική Ένωση και δικτατορία του προλεταριάτου)

Τότε ο φασισμός υπήρξε ο ενσαρκωτής του αρχών, των επιθυμιών και των προσδοκιών κάθε έθνους, ο οποίος θα οδηγούσε τον λαό του σε εποχή εθνικού μεγαλείου αντίστοιχο της ιστορίας του, ως Αρχηγός του έθνους και κύριος εκφραστής της βούλησης του. (βλέπε Αδόλφος Χίτλερ ως Fuhrer=Καθοδηγητής)
Σήμερα ο φασισμός είναι ένα παρακμιακό ρεύμα με μηδαμινό αντίκρισμα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, όμως αποτελεί συνιστώσα της αναδυόμενης ακροδεξιάς παράταξης σε όλη την Ευρώπη, η οποία μπορεί να έχει βάσεις και ομοιότητες με τον ιστορικό φασισμό, όμως ιδεολογικά, πολιτικά και επικοινωνιακά απέχει τόσο, όσο απέχει και ο Β’ Π.Π από την εποχή μας. Η νέα ακροδεξιά εκφράζει σε κάθε χώρα αντιστοίχως την αγανάκτηση, την απέχθεια και την αντίσταση της σε κάθε προσπάθεια εθνικής παραχώρησης, ηθικής παρακμής, πολιτισμικής κρίσης και κοινωνικής διάλυσης, μέσω ενός πατριωτικού κόμματος ή ενός συνασπισμού πατριωτικών φορέων με τις περισσότερες φορές την εμφανή διάκριση ενός προσώπου εμπνεόμενοι από το φασιστικό πρότυπο του ενός αρχηγού.

Η δε δημοκρατία τότε ήταν αποδεκατισμένη, διχασμένη και ταλαιπωρημένη προσπαθώντας να κρατήσει τα ηνία της χώρας με κάθε μέσο ακόμα και συνεργαζόμενη με παρατάξεις και κόμματα που πραγματικά δεν είχαν κοινές θέσεις και κοινές πεποιθήσεις.

Σήμερα ο κόσμος της δημοκρατίας δεν έχει καμία ουσιαστική διαφορά μεταξύ της αριστερής παράταξης και της δεξιάς παράταξης σε όλη την Ευρώπη όπως είχαν τότε, φαίνεται να έχουν περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές και να έχουν μία μεγάλη σύγκλιση σε φλέγον ζητήματα όπως πολιτική διοίκηση, μεταναστευτικό, ισότητα των φύλων, περιβάλλον, ευρωπαϊκή ενοποίηση, θρησκεία, αμβλώσεις, οικογένεια, ομοφυλοφιλία, κ.α. και η μόνη αιτία διαφωνίας τους είναι η οικονομία και ο τρόπος κατανομής του πλούτου και της επιδοματικής πολιτικής.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως πλέον δεν υφίσταται αριστερά και δεξιά ιδεολογία και παράταξη αλλά μία Νέα Τάξη Πραγμάτων με τους δημοκράτες να αποτελούν το Κέντρο ή το κυρίαρχο μέτωπο και τους άλλους, οι οποίοι κυρίως βγαίνουν εκ των δεξιών τους, ως αρνητές αυτής της τάξης και ως εκφραστές της λαϊκής βούλησης και της εθνικής  επιθυμίας.

Δηλαδή, διεκδικούν αυτό που ζητούν πράγματι οι λαοί και τα έθνη κοινωνικά και όχι αυτό που θέλουν οι δημοκράτες πολιτικοί και επιθυμούν να παραμείνουν έθνη (Ούγγρος, Πολωνός, Έλληνας, Ιταλός, κ.α.) υπαρξιακά κι όχι κάτι άλλο αδιάφορο, απροσδιόριστο και ακαθόριστο σαν να είναι προϊόν ή κατασκεύασμα made in E.U.

Η ‘’λαϊκή’’ δημοκρατία ως μοντέλο διακυβέρνησης 

Η αριστερά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη έχει λάβει μία άλλη μορφή πολιτικής έκφρασης, ιδεολογικής απόχρωσης και επικοινωνιακού τρόπου. Έχει υποστεί μετάλλαξη και διαφοροποίηση μετά από τρία σημαντικά γεγονότα στην παγκόσμια ιστορία:

1. την ‘’πυρηνική’’ πτώση της Σοβιετικής Ένωσης όπου άφησε ‘’ορφανούς’’ όλους τους αριστερίζοντες και ‘’ανθρωπιστές’’ παγκοσμίως
2. την μαζική μετανάστευση των ευρωπαϊκών κοινωνιών κυρίως από χώρες της Ασίας και της Αφρικής όπου αποτελούν υποψήφιο δυναμικό για την ενίσχυση τους και την επικράτηση των ιδεών τους
3. και το κυρίαρχο αφήγημα της Νέας Τάξης Πραγμάτων για κατάργηση των εθνών και των συνόρων και την δημιουργία μίας ενιαίας κυβέρνησης για την ανθρωπότητα, η οποία ανακάλεσε παλιές αναμνήσεις και πεποιθήσεις από το συλλογικό τους ασυνείδητο όταν ήταν υποστηρικτές της Σοβιετικής Ένωσης.

Η Νέα Αριστερά επικαλούμενη το ιστορικό της παρελθόν για τους εργατικούς αγώνες, την κοινωνική απελευθέρωση, την χειραφέτηση των γυναικών και τον αντιφασιστικό της αγώνα προσπαθεί να παρουσιαστεί στα έθνη της Ευρώπη ως υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να αυτοσυστηθεί ως ‘’σωτήρας’’ του λαού από την κοινωνική αδικία, την πολιτική διαφθορά, την οικονομική ένδεια και το υπαρξιακό αδιέξοδο.
Παρότι έχουν λάβει βάσεις και επιρροές από την υπαρξιακή ψυχολογία αδυνατούν να επιλύσουν τα δικά τους υπαρξιακά προβλήματα.

Το αριστερό μοντέλο διακυβέρνησης είναι μία αριστερίζουσα νέα τάξη πραγμάτων με φιλελεύθερο προσανατολισμό και στρατηγική στα κοινωνικά ζητήματα, το οποίο υπό το πρόσχημα της λαϊκής κυριαρχίας και της  λαϊκής βούλησης θα παρουσιαστεί ως Λαϊκή Δημοκρατία νέου τύπου πάνω σε τρεις άξονες για την επικράτηση των ιδεών της και του νέου τρόπου διακυβέρνησης:

1. Πολιτιστικός:ένα νέο αφήγημα για την ενότητα του λαού που κατοικεί σε κάθε χώρα συμπεριλαμβανομένων των ‘’ιδιαίτερων’’ μειονοτήτων (LGBT, vegan, χορτοφάγοι, άθεοι, αρνητές συνειδήσεως, κλπ.), των μεταναστών και των προσφύγων
2. Οικονομικός:μία κρατική οικονομία, η οποία θα ελέγχεται από το νέο καθεστώς και το νέο κομματικό επιτελείο βασιζόμενη σε μία επιδοματική πολιτική εξάρτησης των κοινωνικά ασθενέστερων και το οικονομικό χάσμα μεταξύ της κοινωνίας ανάμεσα στους κρατικοδίαιτους και στους κρατικούς φορείς, συνεταιρισμούς και ομίλους (άλλοτε νομενκλατούρα) και στους νέους ‘’προλετάριους’’, οι οποίοι θα λαμβάνουν έναν σταθερό μισθό, επίδομα, ασφάλεια και κοινωνικές παροχές χωρίς ελπίδα κοινωνικής ανέλιξης και πνευματικής ανόδου.
3. Πολιτικός:ένα πολιτικό κόμμα με πολλά προσωπεία (στελέχη και υπουργοί από διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς), το οποίο θα κυβερνάει με σιδηρά πυγμή και απόλυτη αφοσίωση κάθε ‘’αρνητή’’ του νέου τρόπου ζωής και κάθε ‘’αρνητή’’ της νέας ταξικής συνείδησης υπό το πρόσχημα του εσωτερικού ‘’εχθρού’’ και του φανατικού οπαδού του παλαιού τρόπου διακυβέρνησης.

Ένας απλός παραλληλισμός σκέψης είναι ο τρόπος αντιμετώπισης και διαχείρισης από την κυβέρνηση και τους εκπροσώπους της των πολιτών, οι οποίοι αρνήθηκαν τα μέτρα και το απάνθρωπο lockdown και συνέχιζαν να ζουν και να κινούνται σε προ – Covid ρυθμούς.

Η Νέα Αριστερά μαζί με τους συνοδοιπόρους της μετανάστες, τους πρόσφυγες, τους LGBT, τους εγκληματίες του ποινικού δικαίου, τους αναρχικούς και τους κομμουνιστές (αν και υπάρχουν μεγάλες διαρροές σε ανθρώπινο δυναμικό στις τάξεις των δύο τελευταίων, το οποίο καλείται να καλύψει ο ‘’άμοιρος’’ μετανάστης και ο ‘’αγανακτισμένος’’ πρόσφυγας)  δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο μίας κοινωνικής ‘’επανάστασης’’ και την επιβολή δια των όπλων (ανταρτοπόλεμος) μιας και ιδεολογικώς και ιστορικώς έχουν την άδεια των διανοούμενων και την εμπειρία από τους παλαιούς οπλαρχηγούς και αντάρτες.



Το εθνικό κράτος ως μοντέλο διακυβέρνησης

Η πολιτική αδυναμία και η κοινωνική αναισθησία της κοινοβουλευτικής δημοκρατικής παράταξης έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια τις κοινωνίες σε μία φθίνουσα κατάσταση σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Έχοντας αποστασιοποιηθεί από το πολιτικό κέντρο (κεντροαριστερά και κεντροδεξιά) και αδυνατώντας να ταυτιστούν με την νέα αριστερά σε ιδεολογικό και επικοινωνιακό επίπεδο, αναζητούν λύσεις και επιλογές, οι οποίες τους είναι πιο συμπαθής και φιλικές προς τις αντιλήψεις και τα πιστεύω τους (οικογένεια, φιλοπατρία, παράδοση, εθνική παραγωγή, πρωτογενής τομέας κ.α.)  ή απλώς αποτελούν την έσχατη λύση και την επιτακτική ανάγκη για αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης.  

Οι πολίτες της Ευρώπης έχουν ζωντανή την μνήμη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τις συνέπειες του αλλά έχουν και την μνήμη μιας αναγεννημένης Ευρώπης με τάξη, ασφάλεια, οικονομική πρόοδο, επαγγελματική ανέλιξη, παράδοση και θρησκευτικότητα. Η ιστορία του Β’ Π.Π. βρίσκεται στα βιβλία της ιστορίας και στα μνημεία των πεσόντων ηρώων για να μας υπενθυμίζει την ανθρώπινη τραγωδία και την εθνικιστική αλαζονεία ενός ηγέτη και ενός έθνους. (Χίτλερ και Γερμανία αντιστοίχως)
Όμως, ο ανθρώπινος ηθικός ξεπεσμός και ο κοινωνικός μαρασμός βιώνονται στο παρόν, στο εδώ και τώρα, το οποίο οδηγούν τα έθνη της Ευρώπης να γοητεύονται και να συμφωνούν με τις εθνικές φωνές του παρελθόντος και το σάλπισμα του εθνικού μεγαλείου.

Η αδιαμφισβήτητη αλήθεια είναι πως το εθνικό κράτος αποτελεί την αδήριτη ιστορική ανάγκη για την αποφυγή της κατάρρευσης των εθνών και των ταυτοτήτων μπροστά στο πολιορκητικό κριό της αριστεράς φιλελεύθερης ατζέντας και απέναντι στον οδοστρωτήρα της δεξιάς φιλελεύθερης πολιτικής. Αυτό που πρέπει να επισημανθεί πέρα από την ιδεολογική αγκίστρωση περί ‘’επιστροφής του φασισμού’’ και της κυβερνητικής προπαγάνδας περί ‘’επιστροφής στον μεσαίωνα’’ για λόγους ευνόητους, μιας και έχουν χάσει το ερέθισμα στον λαό τους και η ακροδεξιά διεκδικεί την θέση της στην πολιτική σκηνή της χώρα τους, είναι τρεις παράγοντες:

1. η αποφυγή του απομονωτισμού σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο του εθνικού κράτους
2. η αντιμετώπιση του αντίπαλου ιδεολογικού στρατοπέδου με σύνεση και επιχειρηματολογία και όχι σε τυφλή πολιτική ρεβάνς μεταεμφυλιακού τύπου
3. η δυνατότητα συνεννόησης με όμορα κράτη όπου συγκλίνουν οι εδαφικές και μειονοτικές διαφορές για την προστασία και την ακεραιότητα της εκάστοτε χώρας από την πολεμική σύρραξη, τοπικής ή ευρωπαϊκής διάστασης.

Αν οι ακροδεξιές κυβερνήσεις και τα νέα εθνικά κράτη διατηρήσουν εσωτερική πειθαρχία, εθνική αυτοσυνειδησία και πολιτική ευελιξία δεν θα οδηγηθούμε στο ενδεχόμενο ενός Γ’ Π.Π., το οποίο θα είχε οδυνηρές συνέπειες στα έθνη της Ευρώπης και θα αποτελούσε μελλοντικά το επιστέγασμα της Νέας Τάξης Πραγμάτων και των φορέων της για την ενοποίηση της Ευρώπης και την Παγκόσμια Διακυβέρνηση παρουσιάζοντας τους λαούς της ως αδύναμα πολιτικά όντα και βουλητικά λανθασμένα.

Προς το παρόν, η ανάδυση του εθνικού φαινομένου αποτελεί φυσικό επακόλουθο μιας υγιούς κοινωνίας, η οποία έχει την ψυχολογική ανάγκη να εκφραστεί πολιτικά και να διεκδικήσει με την βούληση της ένα καλύτερο μέλλον για την ίδια και τις επόμενες γενιές μακριά από την διαβρωτική επίδραση της ευρωπαϊκής ελίτ και την καταστρεπτική πολιτική της τις τελευταίες δεκαετίες.
Το εθνικό κράτος, αν επικρατήσει, θα σταθεί πάνω σε τέσσερις βασικούς πυλώνες για την διατήρηση της εθνικής ταυτότητας και της αυτοδιάθεσης των λαών:

1. έμφαση στην παράδοση, στην θρησκεία, στην ιστορία και στην παιδεία
2. ενίσχυση της εθνικής άμυνας στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό σε όσους απειλούνται από γειτονικά κράτη (Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβία, κλπ.)
3. στροφή στον πρωτογενή και αγροτικό τομέα της χώρας καθιστώντας την ως ένα σημείο αυτάρκης και ολιγαρκής
4. κινητοποίηση των εγχώριων φορέων και επιχειρηματιών για την ενίσχυση της εθνικής βιομηχανίας και της εθνικής παραγωγής αυξάνοντας το Α.Ε.Π. της χώρας και δίνοντας θέσεις εργασίας στον εγχώριο πληθυσμό.

Το εθνικό μοντέλο διακυβέρνησης έχει υπάρξει επιτυχημένο σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, μπορεί να πετύχει και τώρα και να φανεί αναγκαίο για τα έθνη, αν δεν επικρατήσουν τα στοιχεία εκείνα που εμφορούνται από παλαιές ιστορικές φαντασιώσεις και από συμπλέγματα κατωτερότητας.


Η ελληνική περίπτωση: από το αναγκαίο εθνικό κράτος στην ελπιδοφόρα ελληνική πολιτεία

Στην περίπτωση της Ελλάδος η επιλογή του εθνικού κράτους κρίνεται απαραίτητη και αναγκαία ως μόνη φυσική επιλογή επιβίωσης σε ένα εχθρικό μεταβαλλόμενο και πιεζόμενο περιβάλλον, εξωτερικώς από την Τουρκία, η οποία αναζητά συνεχώς ζωτικό χώρο προς την Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο, και εσωτερικώς από τις πολυπληθείς ισλαμικές μεταναστευτικές ομάδες που έχουν συσσωρευτεί εντός της ελληνικής επικράτειας, οι οποίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν στο μέλλον αποσταθεροποιητικά για την συνοχή και ασφάλεια της χώρας.

Η Ελλάδα χρειάζεται την ανάδυση του εθνικού κράτους και την επένδυση της εθνικής δυναμικής της για τους εξής τέσσερις λόγους:

1. Υπαρξιακός: το εθνικό κράτος θα μπορέσει να δώσει λόγο και μορφή ύπαρξης σε ένα θνησιγενές καταναλωτικό κράτος και σε έναν διχασμένο και πολιτικά αδιάφορο λαό.
2. Πολιτικός: το εθνικό κράτος με το εθνικό του αφήγημα και το νέο εθνικό του όραμα θα μπορέσει να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη του ελληνικού έθνους και να επαναπροσδιορίσει τις αξίες και τα ιδανικά του φέρνοντας ενότητα και αποστολή.
3. Πολιτιστικός: το εθνικό κράτος με μια σωστή και διορατική εθνική ηγεσία θα μπορέσει να βάλει τις βάσεις για την ανάδειξη του ελληνικού πολιτισμού σε κάθε έκφανση του και να χαράξει την νέα ελληνική γραμμή για την δημιουργία ενός σύγχρονου πολιτιστικού μοντέλου άξιου συνεχιστή των προηγούμενων ελληνικών πολιτισμών.
4. Ιστορικός: οι εθνικές δυνάμεις της χώρας εμπνεόμενες από την ιστορία και την παρουσία των δύο προηγούμενων εθνικών κυβερνητών (Ιωάννης Καποδίστριας και Ιωάννης Μεταξάς) θα αναζητήσουν έναν νέο εθνικό κυβερνήτη αντίστοιχης ποιοτικής αξίας, διεθνούς βεληνεκούς και γνώστη της ιστορικής του αποστολής την περίοδο αυτή των μεγάλων γεωπολιτικών ανακατατάξεων και πολιτικών μετασχηματισμών .

Η ελληνική ιστορία έχει αποδείξει ότι η πολιτική αυτή κατάσταση και η ιστορική αναγκαιότητα δεν θα έρθουν από το πολιτικό σύστημα που έφερε την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό έθνος στο χείλος του γκρεμού, ούτε μέσα από τις κοινοβουλευτικές ‘’δημοκρατικές’’ διαδικασίες των αντιπροσώπων και των επενδυτικών ομίλων, αλλά μόνο μέσα από μία μεγάλη κρίση πολιτειακής ανωμαλίας (αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης), κοινωνικής κατάρρευσης ( κοινωνικές αναταραχές και ανταρτοπόλεμος) ή πολεμικής σύρραξης (Ελλάδος – Τουρκίας σε Αιγαίο, Θράκη ή Κύπρο).

Ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν ανέλαβε την διακυβέρνηση της πατρίδος μετά από δημοψήφισμα και ο Ιωάννης Μεταξάς δεν έγινε κυβερνήτης εκλεγόμενο παμψηφεί από τον ελληνικό λαό. Παρ’ όλα αυτά, ο πρώτος αγαπήθηκε από τον Ελληνισμό και κλάφτηκε όταν δολοφονήθηκε όσο κανένας άλλος Έλληνας πολιτικός, και ο δεύτερος υμνήθηκε μέσω της ηρωικής του στάσης και του έπους του ’40 ως ‘’πατέρας’’ του ιστορικού ΟΧΙ.

Επομένως, η νέα ελληνική πρόκληση είναι η συσπείρωση όλων των εθνικών δυνάμεων και φορέων για την δημιουργία ενός ελληνικού εθνικού κράτους και τον μετασχηματισμό του από ένα ανδρείκελο ‘’παγκοσμιοποιημένο’’, διχαστικό και παρασιτικό κράτος σε ένα δυναμικό, πολιτιστικό, παραγωγικό και εθνικό κράτος που θα λειτουργήσει ως πρότυπο για τα υπόλοιπα έθνη διδάσκοντας την ελληνική πολιτική και τον ελληνικό τρόπο διακυβέρνησης ξανά στους λαούς της γης.

Το εθνικό κράτος σε αυτή την περίπτωση θα αποτελέσει την είσοδο της Ελλάδος σε ένα μεταβατικό στάδιο και στην εσωτερική της ζύμωση με απώτερο σκοπό και στόχο, την μετεξέλιξη του εθνικού κράτους σε μία Ελληνική Πολιτεία, και από ένα κράτος με εθνικό πρόσημο και πυρήνα το ελληνικό έθνος στην μετάβαση του σε μία ελληνική πολιτεία με ταυτότητα τον ελληνικό πολιτισμό και την ορθόδοξη πίστη.

Απάντηση