Γράφει ο Κόκλας Γεώργιος,
υποψήφιος διδάκτορας Γεωπολιτικής (27/05/2022)
Όταν οι κοινωνίες διανύουν «ενδιαφέρουσες περιόδους» κρίσεων, κινδύνων, παλινωδιών, υπαναχωρήσεων και εθνικών απογοητεύσεων- μεγάλων ή μικρών, πρόσκαιρων ή μόνιμων αυτό είναι αδιάφορο- εκείνες στρέφουν, σχεδόν ασυναίσθητα, το βλέμμα τους και την προσήλωσή τους, ώστε να κρατήσουν τα «φρένα» τους σώα, στους διανοούμενους, που συνιστούν την «ιντελιγκέντσια» της συγχρονίας τους. Είναι οι Άνθρωποι, που πολιτογραφούνται στων «ιδεών την πόλη» (κατά τον Καβάφη), που συνιστούν τη ζώσα συνείδηση του τόπου τους και συνάμα επωμίζονται το βαρύ άχθος της διαφώτισης του υπόλοιπου κοινωνικού συνόλου με ιδέες καινοτόμες και με ad hoc λειτουργικές λύσεις έναντι των πιεστικών προτεραιοτήτων, που αντιμετωπίζει ο πολύς και απλός κόσμος. Ο λόγος τους συνεπής, συγκριτικός, εύληπτος, κατανοητός, πρωτότυπος και πατριωτικός (που ωστόσο αποφεύγει τις ακρότητες και τις σοβινιστικές εξάρσεις) και υψώνεται ως μάχαιρα αμφίστομη στα σαπρά του κόσμου τούτου και στον εφησυχασμό μιας παρασιτικής, καλοζωισμένης κοινωνίας.
Στο σημείο αυτό θεωρούμε δέον να ορίσουμε ως αναγκαία συνθήκη διάκρισης της γνήσιας πνευματικής ηγεσίας, την άποψη ότι ουδόλως όλοι οι αυτόκλητοι διανοούμενοι δεν είναι και πνευματικοί ταγοί του τόπου. Καθότι, οι πλείστοι αυτών καταχρούνται τον τίτλο του διανοουμένου και ληθαργούν, επιδιώκουν υλικά ωφελήματα ή ακόμα ακόμα προσχωρούν στους φαύλους κύκλους αυτής της ξεπνοημένης, παγκοσμιοποιημένης εποχής μας. Μολαταύτα, δεν προχωρούμε σε εκτενέστερη ανάλυση των προειρημένων, καθώς φρονούμε ότι αυτές οι τελευταίες σκέψεις μας δεν αποτελούν και το κύριο αντικείμενο του παρόντος άρθρου.
Σε πείσμα λοιπόν των καιρών και των εθών, κάποια «ξεχωριστή πάστα» ανθρώπων, που τους διακρίνει η ακατάβλητη πνευματική δραστηριότητα, η χαλύβδινη θέληση, ο ασυνήθιστος πλούτος ηθικών, διανοητικών και πνευματικών προσόντων δεν αρκείται στα «ολίγα», στους τίτλους, στις λεζάντες… Τουναντίον, προχωρεί έτι περαιτέρω, παρεμβαίνει στα κοινά, επωμίζεται το ύστατο καθήκον να εκθέτει τις σκέψεις της και να εκτίθεται σε γόνιμο διάλογο, επ’ ωφελεία του έθνους και των συμπολιτών της. Κοντολογίς, θα λέγαμε ότι τέτοιου είδους πνευματικοί άνθρωποι προειδοποιούν, διαφωτίζουν, ευαισθητοποιούν, εν ενί λόγω αφυπνίζουν και διδάσκουν εμάς τους υπολοίπους, κυρίως δε, με το παράδειγμά τους.
Ωστόσο, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, τέτοιοι φορείς προόδου νομοτελειακά προκαλούν τον φθόνο και τον φόβο σε κατεστημένες εξουσίες, που αντιμάχονται κάθε αλλαγή και παρέκκλιση από την πεπατημένη οδό. Αλλά επίσης, αυτοί οι διανοούμενοι καθίστανται βορά και στόχος των πάσης φύσεως ανταγωνιστικών κρατικών οντοτήτων, που εποφθαλμιούν, δια του μαξιμαλιστικού- εκτατικού τους οράματος, τους εθνικούς- φυσικούς πόρους, τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα και την εδαφική ακεραιότητα της εθνικής επικράτειας. Άλλοις λόγοις, διακυβεύουν με τον αναθεωρητισμό τους και την ωμή βία, που προβάλλουν (ή με την απειλή αυτής) την ανεξαρτησία, την επιβίωση, την ίδια την κρατική υπόσταση, την ειρήνη και τη σταθερότητα ολόκληρων γεωγραφικών ενοτήτων.
Ίσως το πιο ανάγλυφο παράδειγμα των τελευταίων ημερών να αποτελεί και η ιταμή προπαγανδιστική επίθεση μερίδας τουρκικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης εναντίον του έγκριτου Έλληνα επιστήμονα κ. Ιωάννη Μάζη. Ειδικότερα δε, η τουρκική ιστοσελίδα En Son Haber, λίαν προσφάτως υποτίτλισε τη συνέντευξη του καθόλα αξιοσέβαστου καθηγητή κ. Ιωάννη Μάζη, η οποία και δόθηκε σε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή του δημοσιογράφου κ. Καψαμπέλη. Καίτοι, ο Έλλην καθηγητής προειδοποιούσε για την ακραιφνή, επιθετική και επεκτατική συμπεριφορά της Γείτονος, καθώς επίσης και για το άκρως απευκταίο ενδεχόμενο της συνεκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων του Αιγαίου, επί τη βάσει αδιόρατων, δήθεν κοινών συμφερόντων, η ανωτέρω τουρκική ιστοσελίδα λίαν προκλητικά και ψευδέστατα ετιτλοφορείτο και προπαγάνδιζε ότι η πρόταση του Έλληνα καθηγητή ήταν «να μην εμπιστευτούμε τις ΗΠΑ, και να βγάλουμε πετρέλαιο και φυσικό αέριο με την Τουρκία». Φράση, που ουδέποτε ο Έλληνας επιστήμονας εξέφρασε…
Επιπρόσθετα, όταν ο εν λόγω καθηγητής προχώρησε σε ειρωνική νύξη, ίδει αστεϊσμού, του αφηγήματος της συνεκμετάλλευσης λέγοντας: «Μα τώρα εδώ πεινάμε είναι ανάγκη να κρατάμε τα κοιτάσματα εν ύπνω; Γιατί να μην τα πάρουμε και να τα μοιράσουμε μισά-μισά, να έχουμε και εμείς που πεινάμε και οι άλλοι οι απέναντι. Είναι καλύτερα να μην τα χρησιμοποιήσουμε καθόλου; Αυτό είναι ένα επιχείρημα που θα το ακούσετε πολύ. Kazan- kazan δηλαδή», η τουρκική προπαγάνδα και πάλι απέκρυψε και απάλειψε τεχνηέντως το ειρωνικό και μεταφορικό του ύφος- κάτι που καταδείκνυε την ακραιφνή αγωνία του και την έντονη ανησυχία του- και την πρόβαλλε ως κυριολεκτική και προσωπική του τοποθέτηση.

Εάν τώρα στα προαναφερθέντα συνυπολογίσουμε:
α) το πρόσφατο άρθρο της τουρκικής εφημερίδας Yeni Şafak, η οποία και αποτελεί τον κύριο προπαγανδιστικό μοχλό του ισλαμοφασίζοντος τουρκικού κυβερνώντος κόμματος, η οποία και αναπλαισίωσε και διέσπειρε παρόμοιες ανακριβείς και ψευδείς θέσεις για τον ίδιο Έλληνα καθηγητή,

β) ότι ένεκα της αυταρχικής και προσωποπαγούς δομής του τουρκικού κράτους υφίσταται ένας ενιαίος δημόσιος λόγος και μία κάθετη δομή συντονισμού, η οποία εκκινεί από την κορυφή της κρατικής μηχανής, διαχέεται στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό της χώρας και αποβλέπει στον επηρεασμό της εγχώριας, αλλά και της διεθνούς κοινής γνώμης,
γ) ότι σε όλες τις προειρημένες περιπτώσεις τα τουρκικά μέσα πληροφόρησης μετέρχονται των βασικών αρχών προπαγάνδας, ήτοι της αρχής της μισής αλήθειας (αποσιώπηση βασικών στοιχείων, χωρίς να παρέχεται το ύφος και η εικόνα των συνθηκών υπό της οποίας αυτά ειπώθηκαν), της πρακτικής του επαναλαμβανόμενου ψεύδους, (αποσκοπώντας στην εξοικείωση και τον εθισμό του δέκτη σε υποβολιμαίες «αλήθειες»), της μεθόδου της βαθμιαίας διεισδύσεως, διαβρώσεως και υπονομεύσεως του αντιπάλου (σαλαμοποίηση) και πληθώρας άλλων ψυχολογικών τακτικών,
και δ) ότι από καιρόν εις καιρού ο εν λόγω Έλληνας επιστήμονας δέχεται απειλές για την ζωή του, καθώς και για τη σωματική του ακεραιότητα,
οδηγούμαστε στην παραδοχή ότι κάθε άλλο παρά τυχαία δεν είναι αυτή η λασπολογία και η συστηματική δυσφήμιση, που υφίσταται ο κ. Μάζης.
Όλα τα ανωτέρω, φρονούμε ότι δεικνύουν και αποδεικνύουν μία συστηματική, μεθοδευμένη, σκιώδη και καλά οργανωμένη προσπάθεια αποδόμησης του εγνωσμένου κύρους, της επιστημονικότητας και του πατριωτικού φρονήματος, που δέχεται ίσως ο σημαντικότερος Έλληνας ευπατρίδης της Γεωπολιτικής των καιρών μας. Άλλωστε, ο κ. Μάζης έχει ένα αξιοζήλευτο, μακροσκελές και διεθνούς εμβέλειας βιογραφικό και είναι αυτός, που λίαν προσφάτως έλαβε την ύψιστη τιμητική διάκριση, με την οποία μπορεί να τιμηθεί ένας ακαδημαϊκός ανήρ, ήτοι το μετάλλιο του Αξιωματούχου του Ακαδημαϊκού Φοίνικα, από την Γαλλική Προεδρία.


Επιλογικά, καταλήγουμε σε δύο καίρια ερωτήματα τα οποία είναι και κρίσιμα ζητούμενα για την ατομική μας αυταξία, αλλά για την επιβίωσή μας ως κυρίαρχο κράτος:
1ον Μήπως, η διογκούμενη προϊόντος του χρόνου υβριδική επίθεση, που δέχεται η χώρα μας θα πρέπει να μας αφυπνίζει εθνικά, να μας κάνει να ομονοούμε στα στοιχειώδη και στα βασικά και να μας τονώνει την υπερηφάνεια μας που είμαστε και λεγόμαστε Έλληνες; Παράλληλα και επάλληλα δε, μήπως να μας γεννήσει το ζήλο για κοινή προκοπή και συνεργασία;
Και 2ον, το οποίο είναι συναρτώμενο του πρώτου ερωτήματος. Εάν η εξόντωση και η αποκοπή των κοινωνικών συνομαδόσεων από τις υπερδομικές- διανοητικές τους ελίτ, εν ενί λόγω από τις πνευματικές τους προφυλακές, τις οδηγεί αυταπόδεικτα σε ένα άκρως αβέβαιο και δυσοίωνο μέλλον, πως θα πρέπει εν προκειμένω να αντιδράσει η ελληνική πολιτεία, μέσω των θεσμοθετημένων οργάνων της, για την προστασία τέτοιων τηλαυγών φάρων του Πνεύματος;
Εν κατακλείδι, εν σχέσει προς το ενδιαφέρον, την ανταπόκριση και την ευαισθησία, με το οποίο είναι αναγκαίο να εμφορούμεθα όλοι μας, δίχως να διακατεχόμαστε από προσωπικές αντιζηλίες ή στενά ατομιστικές αντιλήψεις, συμπίπτουμε πλήρως με τα πολύ εύστοχα και ευθύβολα λόγια του Μπρέχτ: «Όταν οι Ναζί έπιαναν τους Εβραίους, δε διαμαρτυρήθηκα, γιατί δεν ήμουνα Εβραίος. Όταν έπιαναν τους καθολικούς, αδιαφόρησα, γιατί δεν ήμουνα καθολικός. Έτσι, όταν ήρθαν και χτύπησαν και τη δική μου πόρτα να με συλλάβουν, δε βρέθηκε κανείς να διαμαρτυρηθεί για τη σύλληψή μου»…