Ο λιθοβολισμός των Βρετανών στο χωριό Αγρίδια της Λεμεσού(21 Ιαν 1959)

Γράφει η Κούλα Αντωνίου.


Μία ιστορία την οποία πρέπει να μάθουν οι νεότεροι και να θυμηθούν οι παλαιότεροι.

Η προσφορά των Αγριδιώτισσων γυναικών στον αγώνα του 1955-59 μέσα από αυτό το ιστορικό της Γιανούλλας Παναγιδη την οποία και ευχαριστούμε!


Το ιστορικό του λιθοβολισμού κατά των Άγγλων κατακτητών την 21η Ιανουαρίου 1959 στα Αγρίδια με πρωτοστάτες Αγριδιώτισσες γυναίκες. 1955 – 59. Περίοδος του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα στο νησί μας ενάντια στους Άγγλους κατακτητές για της Λευτεριάς το ξημέρωμα. Σύσσωμος ο ελληνικός κυπριακός λαός έγραψε με το αίμα της καρδιάς του σελίδες απαράμιλλου ηρωισμού και αυτοθυσίας. Το μικρό μας χωριό τα Αγρίδια έμελλε να γράψει και αυτό τη δική του ένδοξη σελίδα στα κατάστιχα της ελληνικής ιστορίας.


Εκείνο το απόγευμα της 21ης Ιανουαρίου 1959, ο Κωστάκης Λουκαΐδης (Κωσταρής) μαθητής του Απεητείου Γυμνασίου Αγρού, επέστρεφε στο χωριό του τα Αγρίδια, κουβαλώντας όπως κάθε μέρα υλικό της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών, ΕΟΚΑ. Το φορτίο εκείνης της μέρας ήταν πολύ επικίνδυνο, αφού η σακούλα που κουβαλούσε περιείχε νάρκες. Σε κάποια στιγμή βρέθηκε αντιμέτωπος με αγγλική στρατιωτική περίπολο. Κάποιος σε άπταιστα ελληνικά του φώναξε «Σταμάτα». Ξαφνιασμένος έριξε μια γρήγορη ματιά προς το μέρος τους και χωρίς δεύτερη σκέψη, αναλογιζόμενος τα βασανιστήρια που τον περίμεναν, αν έπεφτε στα χέρια τους, άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Σε κάποιο σημείο, άφησε κάτω το βαρύ φορτίο. Ακολούθησε άγρια καταδίωξη, αλλά τελικά κατόρθωσε να διαφύγει. Λίγα λεπτά όμως νωρίτερα, η ίδια περίπολος είχε σταματήσει και ερευνήσει το μαθητή Κώστα Καμπουρίδη ο οποίος σε συνεννόηση με τον Κωσταρή, προπορευόταν για λόγους ασφαλείας.

Οι Άγγλοι στρατιώτες συνέδεσαν τις δύο περιπτώσεις και σε λίγη ώρα τρία στρατιωτικά αυτοκίνητα έμπαιναν στα Αγρίδια. Στο μεταξύ άρχισε να σουρουπώνει. Οι Άγγλοι στρατιώτες πήγαν απευθείας στο καφενείο του χωριού όπου σύχναζαν οι περισσότεροι άνδρες και άρχισαν ανακρίσεις. Ήθελαν να βρουν τους μεγαλύτερους μαθητές του Απεήτειου Γυμνασίου με σκοπό να μάθουν ποιος ήταν εκείνος που κουβαλούσε τις νάρκες και που κατάφερε να διαφύγει. Τίποτε όμως δεν μπόρεσαν να μάθουν. Η είδηση για τον ερχομό τους διαδόθηκε στο χωριό σαν αστραπή. Όλοι βγήκαν στους δρόμους ανάστατοι. Μέσα σ’ αυτή την αναστάτωση ο Χρίστος Παπαθεοδούλου έριξε την ιδέα: «Να τους χτυπήσουμε». Μέσα σε λίγα λεπτά η απόφαση είχε παρθεί.

Η καμπάνα του χωριού άρχισε να κτυπά ακατάπαυστα και όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους. Η αγωνία, ο φόβος, ο πόνος και η απόγνωση τεσσάρων χρόνων έγιναν οργή και αγανάκτηση για τους κατακτητές. Ο κοινός σκοπός και ο κοινός πόθος για λευτεριά και δικαίωση ένωσε όλον εκείνο τον κόσμο σε ένα πλήθος διψασμένων για εκδίκηση. Μπροστά οι γυναίκες πίσω οι άνδρες. Οι δρόμοι γέμισαν με οδοφράγματα και οι ταράτσες των σπιτιών με πέτρες και ξύλα, τα μόνα όπλα που διέθεταν έναντι της φωτιάς και του σιδήρου των βρετανικών δυνάμεων. Η λογική όμως την ώρα εκείνη δεν είχε καμιά θέση.


Στο μεταξύ οι Άγγλοι ακούγοντας την καμπάνα να κτυπά, αντιλήφθηκαν τον ξεσηκωμό και συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο που τους απειλούσε, ξεκίνησαν να φύγουν. Η επίθεση όμως είχε αρχίσει. Τα στρατιωτικά αυτοκίνητα δέχονταν βροχή τις πέτρες και ο ήχος από τα τζάμια που έσπαζαν ακουγόταν απαίσιος μέσα στη νύχτα. Η καμπάνα εξακολουθούσε να κτυπά συνέχεια, φωνές ακούγονταν από παντού, ένα σωστό πανδαιμόνιο. Τα αυτοκίνητα έτρεχαν σαν δαιμονισμένα και πίσω τους όλος εκείνος ο οργισμένος κόσμος που δεν είχε άλλο τρόπο να εκδηλώσει εκείνο που ένιωθε και που τόσα χρόνια ποθούσε. Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψει κανείς με λόγια τα γεγονότα εκείνης της νύχτας. Ο κάθε Αγριδιώτης, άντρας, γυναίκα ή παιδί είχε να δώσει τη δική του μαρτυρία.

Ήταν όλοι παρόντες, κανείς δεν απουσίασε.


Οι Άγγλοι είχαν φτάσει στο τελευταίο οδόφραγμα στην έξοδο του χωριού. Αυτό όμως δεν μπορούσαν να το περάσουν. Έτσι κατέβηκαν από τα αυτοκίνητα, κρύφτηκαν πίσω από έναν τοίχο και άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα. Για πόσο όμως θα κρατούσε αυτό; Η ζωή τους κινδύνευε και δε θα αργούσαν να κτυπήσουν τις γυναίκες που ήταν μπροστά. Ήταν εκείνη την ώρα που ο πρόεδρος της κοινότητας Γεώργιος Λουκά συναισθανόμενος τον κίνδυνο καθώς και την ευθύνη του για την ασφάλεια των γυναικών, αποφάσισε να παρέμβει. Στην πράξη του αυτή τον ώθησε ακόμα ένας λόγος. η αγωνία του για το γιο του τον Κωσταρή. Τι του είχε συμβεί; Σκοτώθηκε, συνελήφθη ή διέφυγε; Αυτά τα ερωτήματα τον βασάνιζαν.

Προχώρησε και μπήκε ανάμεσα στους Άγγλους στρατιώτες και τις γυναίκες με κίνδυνο να χτυπηθεί και από τους δύο αντιμαχόμενους. Διαπραγματεύτηκε μαζί τους και όταν έμαθε ότι κάποιος τους διέφυγε στον Αγρό, κατάλαβε ότι ήταν ο γιος του. Ανακουφισμένος φώναξε στις γυναίκες να σηκώσουν το οδόφραγμα αφήνοντας τους Άγγλους στρατιώτες να φύγουν. Ευτυχώς δεν υπήρξαν θύματα. Άλλωστε δεν ήταν αυτός ο σκοπός. Ήθελαν να δώσουν ένα μάθημα στον κατακτητή και το πέτυχαν.

Οι Άγγλοι όμως δεν θα άφηναν να περάσει έτσι απλά το ρεζίλεμα τους. Το ίδιο βράδυ, λίγο πριν ξημερώσει γύρισαν και πάλι. Στο δρόμο πάνω από το χωριό βρισκόταν μια τεράστια πέτρα, την έσπρωξαν και αυτή σταμάτησε στην άκρια της στέγης του σπιτιού του Ιωάννη Κ. Βαλανίδη το οποίο βρισκόταν κάτω από το δρόμο. Η αγάπη του θεού άπλωσε το χέρι και την κράτησε και έτσι η πολυμελής οικογένεια που κοιμόταν αμέριμνη διέφυγε τον θανάσιμο κίνδυνο.

Οι Άγγλοι γύρισαν και πάλι με ενισχύσεις την μεθεπόμενη και αφού περικύκλωσαν το χωριό, επέβαλαν κατ’ οίκον περιορισμό. Μπήκαν στα σπίτια και συνέλαβαν πολλές γυναίκες και λίγους άντρες. Τους μετέφεραν στον αστυνομικό σταθμό Αγρού, όπου ύστερα από ανακρίσεις άφησαν κάποιους ελεύθερους και τους υπόλοιπους τους πέρασαν από δίκη. Καταδικάστηκαν σε φυλάκιση δεκατέσσερις (14) γυναίκες και τέσσερις (4) άνδρες, ηλικίας από δεκατεσσάρων μέχρι πενήντα οκτώ χρονών. Οι ποινές καθορίστηκαν από επτά μέχρι δεκατρείς μήνες.

Μόλις ανακοινώθηκαν οι ποινές ο Χρίστος Παπαθεοδούλου φώναξε «Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες και οι Κεντρικές Φυλακές για αντάρτισσες κοπέλες». Στη συνέχεια φώναξε «Stand up» και χτύπησε δυνατά το χέρι του στον πάγκο. Ο Άγγλος δικαστής ξαφνιασμένος σηκώθηκε όρθιος, καθώς και όλοι στην αίθουσα. Οι καταδικασθέντες σε στάση προσοχής, άρχισαν να ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο. Ο δικαστής έμεινε εμβρόντητος για μερικά δευτερόλεπτα και όταν συνήλθε πρόσθεσε ακόμα τρεις μήνες στην ποινή του Χρίστου.

Είναι δύσκολο να περιγράψει κάποιος τις σκηνές που διαδραματίστηκαν εκείνη τη στιγμή.Τα πατριωτικά τραγούδια και τα συνθήματα υπέρ της Κύπρου δονούσαν τον αέρα. Πλήθος κόσμου μαζεύτηκε στην αυλή του δικαστηρίου και χειροκροτούσε με ενθουσιασμό τους τολμηρούς. Η αναχώρηση για τις Κεντρικές Φυλακές είχε πάρει μορφή συλλαλητηρίου. Οι Άγγλοι στρατιώτες με σπρωξιές, φωνές και σχεδόν σηκωτούς, έβαλαν τους καταδικασθέντες στην κλούβα που περίμενε. Όλοι οδηγήθηκαν στις Κεντρικές Φυλακές, όπου παρέμειναν για λίγες μόνο μέρες, αφού με την υπογραφή της συνθήκης Ζυρίχης Λονδίνου, ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο, οι φυλακές άνοιξαν κι όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι γύρισαν στα σπίτια τους.

Ανεξάρτητα από το ποιοι φυλακίστηκαν και ποιοι όχι, η τιμή ανήκει σε όλους τους Αγριδιώτες ανεξαίρετα, γιατί όλοι μαζί σαν ένας άνθρωπος, έδωσαν με ηρωισμό τη μάχη της αξιοπρέπειας και της εθνικής υπερηφάνειας απαιτώντας το δίκιο τους. Με τη βοήθεια του Θεού και με τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους να δίνουν τέτοια παραδείγματα, ο τόπος μας είναι βέβαιο ότι θα κρατηθεί και οι νέες γενιές θα συνεχίσουν στα χνάρια των προηγούμενων μέχρι την τελική δικαίωση.

Πηγή : Γιαννούλα Παναγίδη

Πρώην Πρόεδρος του Συνδέσμου Αποδήμων Αγριδιωτών «Ο Προφήτης Ηλίας»

Απάντηση