Ενδεδειγμένος σχεδιασμός ενεργειακής ασφάλειας για την Ελλάδα και την Κύπρο (μέρος Ά).

Γράφει ο ειδικός συνεργάτης


Ενδεδειγμένος σχεδιασμός ενεργειακής ασφάλειας για την Ελλάδα και την Κύπρο, λαμβάνοντας υπόψην τις τρέχουσες συνθήκες στην Ανατολική Μεσόγειο (μέρος Ά).

Η μελέτη του σύγχρονου περιφερειακού υποσυστήματος της Ευρασίας στο οποίο βρίσκονται η Ελλάδα και η Κύπρος και των διακρατικών σχέσεων που αναπτύσσονται σε αυτό, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, καθώς τα τελευταία χρόνια οι εξελίξεις είναι γρήγορες. Τα αποτελέσματα της Αραβικής Άνοιξης, οι πόλεμοι στη Συρία και Λιβύη, η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ στα περιφερειακά ζητήματα, οι νέες διαμορφούμενες διμερείς και πολυμερείς συμμαχίες, οι ενεργειακές εξελίξεις και η τουρκική επιθετικότητα, είναι κάποια από τα κομμάτια που συνθέτουν το σημερινό γεωπολιτικό και γεωοικονομικό παζλ στην περιοχή. Η επιδίωξη της ενεργειακής ασφάλειας της κάθε χώρας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διαμόρφωση της εξωτερικής της πολιτικής.

Η Ελλάδα και η Κύπρος οφείλουν να εκτιμήσουν σωστά το διαμορφούμενο περιβάλλον και μέσω κοινής στρατηγικής και συνεργασίας στα ενεργειακά ζητήματα, να αποτελέσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις μελλοντικές εξελίξεις, αποτρέποντας παράλληλα τη σύγχρονη τουρκική επιθετικότητα.

Κάθε κράτος επιδιώκει την επιβίωσή του και την ασφάλεια των πολιτών του. Στο σύγχρονο πολυπολικό διεθνές περιβάλλον της αλληλεσύνδεσης και της αλληλεξάρτησης, αυτό επιτυγχάνεται με την εσωτερική και εξωτερική ενδυνάμωση. Σύμφωνα με τη ρεαλιστική θεώρηση που εξηγεί καλύτερα τις εξελίξεις στη διεθνή σκακιέρα, εκτός από την εθνική και εσωτερική ασφάλεια, η ενεργειακή ασφάλεια αποτελεί ύψιστης σημασίας ζήτημα για όλες τις χώρες. Η συνεχής παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, πετρελαίου και φυσικού αερίου σε ανταγωνιστικές τιμές και συμφώνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος, θεωρείται κρίσιμος παράγοντας ισχύος και βασική προϋπόθεση για την ασφάλεια και επιβίωση των χωρών, καθώς επηρεάζει άμεσα την οικονομία, τη στρατιωτική ισχύ και το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών.

Οι γεωπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων 20 ετών και η ανακάλυψη ενεργειακών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο, έχουν στρέψει την προσοχή της διεθνούς κοινότητας στην περιοχή. Η Ελλάδα και η Κύπρος ως άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη, πέτυχαν τη σύναψη συμφωνιών με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ενεργώντας στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου και προς το συμφέρον του ευρωπαϊκού ενεργειακού σχεδιασμού. Ωστόσο, εμπόδιο στα σχέδιά τους αποτελεί η Τουρκία, η οποία υιοθετώντας τη δικιά της ατζέντα επιχειρεί να αποδυναμώσει τους ελληνο-κυπριακούς ενεργειακούς σχεδιασμούς και να αναδιαμορφώσει τους υφιστάμενους κανόνες προς όφελός της.

Οι περισσότεροι σύγχρονοι πόλεμοι συνδέονται άμεσα με τον έλεγχο των ενεργειακών πόρων και διαδρόμων. Το ενδιαφέρον όλων των χωρών για τις ενεργειακές εξελίξεις είναι δεδομένο, η δυνατότητα όμως εμπλοκής και επιρροής ποικίλλει, ανάλογα με τους παράγοντες ισχύος της κάθε χώρας. Το διεθνές δίκαιο σχετικά με τις οικονομικές αρμοδιότητες των θαλάσσιων ζωνών, προσφέρει τους γενικούς κανόνες, οι οποίοι όμως ερμηνεύονται και εφαρμόζονται διαφορετικά κατά περίπτωση. Η ανακάλυψη νέων ενεργειακών πόρων και οι συνεχώς αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες όλων των χωρών του υποσυστήματος της Ευρασίας, επιβάλλουν το γρήγορο καθορισμό του νομικού πλαισίου, σύμφωνα με το οποίο θα καθορίζονται οι αρμοδιότητες και τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των ενεργειακών αποθεμάτων από τις χώρες.

Διεθνές Δίκαιο

Η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών γενικά, συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την έρευνα και εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων ενεργειακών πόρων, κυρίως στις περιπτώσεις κρατών με κοντινές ακτές, όπως η περίπτωση Ελλάδας – Τουρκίας. Η Μεσόγειος είναι ημίκλειστη θάλασσα, βρέχει 22 κράτη και σε συνδυασμό με τα γεωγραφικά δεδομένα που ποικίλλουν, η διαδικασία οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας είναι σε πολλές περιπτώσεις μια δύσκολη διαδικασία. Υπάρχουν δύο κύριες τάσεις ρύθμισης της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των κρατών. Η πρακτική της μέσης γραμμής και η ευθυδικία. Για την οριοθέτηση στη δεύτερη περίπτωση, τα κράτη συνήθως στηρίζονται στις αρχές της συνθήκης του 1982 και στις κατά περιπτώσεις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.

Τα περισσότερα κράτη ενεργούν στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου και στο πνεύμα της «Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας», που υπεγράφη στο Montego Bay το 1982. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις αποδεικνύεται δύσκολη η εφαρμογή του δικαίου και η συνεργασία των χωρών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προστριβές και αντιδικίες, ως προς την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων, αλλά και σε άλλα σημαντικά ζητήματα όπως οι κανόνες ναυσιπλοΐας και αλιείας και οι αρμοδιότητες έρευνας – διάσωσης. Τα παραπάνω περιπλέκονται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι κάποιες μεσογειακές χώρες, όπως η Τουρκία, η Συρία, η Λιβύη και το Ισραήλ δεν έχουν υπογράψει την παραπάνω συνθήκη, οπότε δεν είναι εύκολη η εξέταση λύσης στα πλαίσια του Δικαστηρίου της Χάγης.

Mondego Bay

Η Ελλάδα, ενώ έχει διευθετήσει την ΑΟΖ με τους περισσότερους γείτονές της, στα θαλάσσια όρια με την Τουρκία δεν κατέστη δυνατή η εξεύρεση λύσης, εξαιτίας της στάσης της γειτονικής χώρας και της άρνησης της λογικής των ίσων αποστάσεων για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και τη διακύρηξη ΑΟΖ. Ως αποτέλεσμα, η κατάσταση παραμένει για πολλά χρόνια αμετάβλητη, λόγω της αδυναμίας οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών στα νησιά του Αιγαίου, που προφανώς αποτελούν ελληνικό έδαφος, άρα δικαιούνται υφαλοκρηπίδα, σύμφωνα και με τη συνθήκη του 1982 και το εθιμικό δίκαιο. Η Τουρκία στηρίζεται σε παλαιότερες αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου, στις οποίες παρακάμπτονται ή δεν υπολογίζονται καθόλου τα μικρά νησιά ως έδαφος που δικαιούται υφαλοκρηπίδα, κυρίως σε περιπτώσεις στις οποίες ένα νησιωτικό σύμπλεγμα εκτείνεται μακριά από την ηπειρωτική χώρα, όπως η υπόθεση οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας στη θάλασσα της Μάγχης (1977) και η υπόθεση Λιβύης – Μάλτας (1982). Σύμφωνα με τη διαχρονική άποψη της Άγκυρας, οι αποστάσεις πρέπει να υπολογίζονται από τις ηπειρωτικές χώρες και δε θα πρέπει να συνυπολογίζονται τα νησιά του Αιγαίου. Η σύναψη της διμερούς συμφωνίας με τη Λιβύη για τον καθορισμό ΑΟΖ, που διέρχεται διαμέσου των ελληνικών νησιών, αλλά και η πρόσφατη παραβίαση των κυπριακών υδάτων, αποδεικνύουν την αποφασιστικότητα της Άγκυρας να αμφισβητεί τους εθιμικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου και να τους ερμηνεύει προς δικό της όφελος.

Γεωπολιτική Κατάσταση και Ενδιαφερόμενα Μέρη στην Ανατολική Μεσόγειο

Η ανάγκη σε ενεργειακούς πόρους από τις χώρες της ΕΕ, Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής βαίνει συνεχώς αυξανόμενη και επιδιώκεται η αναζήτηση εναλλακτικών ενεργειακών οδών προς επίτευξη της ενεργειακής ασφάλειάς τους. Τα κοιτάσματα που ανακαλύφθηκαν στην Ανατολική Μεσόγειο είναι αμελητέα στον παγκόσμιο χάρτη, παρόλα αυτά σημαντικά σε περιφερειακό επίπεδο, για την ενίσχυση των χωρών της περιοχής. Τα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη της περιοχής, είναι αρχικά οι χώρες στα ύδατα των οποίων ανακαλύφθηκαν νέα κοιτάσματα φυσικού αερίου, δηλαδή η Κύπρος, το Ισραήλ και η Αίγυπτος. Ακολουθεί η Τουρκία που έχει συμφέροντα στην περιοχή, εξαιτίας διεκδικήσεων έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Η Ελλάδα διατηρεί υψηλό ενδιαφέρον, λόγω της επιθυμίας της να καταστεί χώρα υποδοχής και ενεργειακός κόμβος μεταφοράς και έπονται οι μεγάλες δυνάμεις που επιθυμούν να εξυπηρετήσουν τους υψηλούς πολιτικούς τους στόχους, όπως η Γαλλία, οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Τέλος, ως βασικά εμπλεκόμενα μέρη θεωρούνται υπερεθνικοί οργανισμοί με κυριότερο την ΕΕ και οι πολυεθνικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην εξαγωγή και μεταφορά του φυσικού αερίου.

Η Αίγυπτος, από την «Αραβική Άνοιξη» του 2011 έχει υποστεί απότομες πολιτικές μεταβολές. Τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης του Προέδρου Αλ Σίσι, η οικονομία δείχνει να ανακάμπτει, ενώ οι σχέσεις με Ισραήλ, Κύπρο και Ελλάδα συνεχώς βελτιώνονται. Η ανάμειξη της Τουρκίας στα εσωτερικά της ζητήματα, κατά το ξέσπασμα της «Αραβικής Άνοιξης», με την υποστήριξη των Αδελφών Μουσουλμάνων, έχει επιδεινώσει τις σχέσεις των δύο χωρών. Τα κοιτάσματα φυσικού αερίου (ΖΟΗR) που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα, επιτρέπουν στη χώρα να σχεδιάζει μια φιλόδοξη ενεργειακή πολιτική.

Η ανακάλυψη του κοιτάσματος «Λεβιάθαν» και ο ιδιαίτερος ρόλος του Ισραήλ στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, καθιστούν τη χώρα ως έναν από τους σημαντικότερους δρώντες στην περιοχή. Ο πρόσφατα κατασκευασθείς αγωγός φυσικού αερίου που την ενώνει με την Αίγυπτο, έχει συντελέσει καθοριστικά στην πλήρη εξομάλυνση των διμερών σχέσεων. Εξαιτίας της συμμετοχής της χώρας στο ενεργειακό project «EASTMED», της πρόσφατης βελτίωσης των διμερών σχέσεων με όλες σχεδόν τις γειτονικές αραβικές χώρες και της επιδείνωσης των σχέσεων με την Τουρκία λόγω του παλαιστινιακού ζητήματος, το Ισραήλ αποτελεί χώρα – βαρόμετρο για τις μελλοντικές εξελίξεις στην περιοχή.

Η Τουρκία, ακολουθώντας μια έντονα αναθεωρητική πολιτική, στην προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της στο σύγχρονο περιφερειακό περιβάλλον της Ευρασίας, προσπαθεί να αναδιαμορφώσει τους κανόνες, προτείνοντας και επιβάλλοντας πολλές φορές με υιοθέτηση σκληρής ισχύος, τα δικά της σχέδια για συνεκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων που έχουν ανακαλυφθεί στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά το γεγονός ότι δεν έχει οικονομική δικαιοδοσία, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Επιλέγει ευκαιριακούς συμμάχους και εξισορροπεί ανάμεσα σε ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και Ρωσία, για την αποκόμιση του μέγιστου εθνικού κέρδους. Επιπρόσθετα, δεν επιθυμεί να χάσει την πρωτοκαθεδρία στις ενεργειακές οδούς, καθώς αποτελεί τον κύριο ενεργειακό κόμβο για τη μεταφορά πετρελαίου από τη Μέση Ανατολή προς τη Δύση.

Στρατηγικός στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν ανέκαθεν η μικρότερη ενεργειακή εξάρτησή της από τη Ρωσία και η εξεύρεση νέων πόρων και οδών. Αυτή η ευκαιρία δόθηκε με την ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο στις ΑΟΖ της Κύπρου (κοίτασμα Αφροδίτη) και του Ισραήλ (κοιτάσματα Ταμάρ και Λεβιάθαν). Η ολοκλήρωση του αγωγού ΤΑP και η υπογραφή συμφωνίας για την υλοποίηση του ενεργειακού διαδρόμου EASTMED μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ στις 20 Μαρτίου 2019, η οποία θα επιτρέπει την παροχή φυσικού αερίου στην Ευρώπη μέσω της οδού Κύπρος – Κρήτη – Πελοπόννησος – Ιταλία τυγχάνουν της πλήρους αποδοχής της ΕΕ.

Η Ρωσία αποτελεί τον κύριο ενεργειακό τροφοδότη της ΕΕ σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Κατά την περίοδο των διενέξεων με την Ουκρανία διέκοψε αρκετές φορές την παροχή φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα να συνειδητοποιήσει η ΕΕ, ότι για την επίτευξη της ενεργειακής ασφάλειας των χωρών – μελών της, πρέπει να βρεθούν εναλλακτικοί ενεργειακοί οδοί. Η ανάμιξη της Ρωσίας στο συριακό πόλεμο, στηρίζοντας τον Άσαντ και η ειδική σχέση που έχει αναπτύξει με την Τουρκία, σε συνδυασμό με την αμηχανία και την αδυναμία αντίδρασης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, επιτρέπουν στη Μόσχα να ελπίζει σε αυξημένες δυνατότητες επιρροής στους μελλοντικούς ενεργειακούς σχεδιασμούς στο σύμπλοκο Ανατολική Μεσόγειος – Μέση Ανατολή.

Οι ΗΠΑ, την τελευταία τετραετία της διακυβέρνησης Τραμπ, έχουν μειώσει σημαντικά το ενδιαφέρον τους στη Μέση Ανατολή και Ανατολική Μεσόγειο, επιτρέποντας στις λοιπές περιφερειακές δυνάμεις (Ρωσία, Τουρκία, Γαλλία, Αίγυπτο, Ισραήλ, Ελλάδα) να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες στην περιοχή και να καλύπτουν το δημιουργηθέν κενό ισχύος. Η στρατηγική αυτή αλλαγή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική και η συνειδητή μερική απομάκρυνση από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, έχουν αλλάξει σημαντικά τη συνοχή και την ενιαία πολιτική της «Δύσης» σε στρατηγικής φύσης ζητήματα και έχουν οδηγήσει σε κρίση ταυτότητας τους δύο υπερεθνικούς οργανισμούς.

Δυνατότητες Εκμετάλλευσης Υδρογονανθράκων από Ελλάδα και Κύπρο (Μοντέλο 4Αs)

Το φυσικό αέριο αποτελεί μια εναλλακτική επιλογή για την παραγωγή ενέργειας, αφού τα κοιτάσματα πετρελαίου παγκοσμίως στερεύουν και αναζητούνται συνεχώς εναλλακτικοί τρόποι παραγωγής ενέργειας. Η Ελλάδα δεν έχει διενεργήσει έρευνες για την ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου, εξαιτίας των τουρκικών διεκδικήσεων και εξαιτίας των αντικειμενικών προβλημάτων σε τεχνογνωσία και υποδομές. Αντίθετα, στην Κύπρο, το κοίτασμα «Αφροδίτη» στην ΑΟΖ της, εξασφαλίζει την ύπαρξη ορυκτού πλούτου προς εκμετάλλευση (availability). Η εξόρυξη και διανομή του φυσικού αερίου της Κύπρου είναι δυνατή μέσω της συνεργασίας με πολυεθνικές και ελληνικές εταιρίες, καθώς οι δυνατότητές της είναι περιορισμένες. Η επιλογή της μεταφοράς υγροποιημένου αερίου (Liquified Natural Gas – LNG) με εμπορικά πλοία αντί αγωγών, εξασφαλίζει τη διαφοροποίηση των μέσων μεταφοράς, δίνοντας τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των ήδη υπαρχόντων δομών στη Ρεβυθούσα και τις υπό κατασκευή (από την Gastrade) δομές στην Αλεξανδρούπολη και του αγωγού TAP που ολοκληρώθηκε πρόσφατα (accessibility). Η χρήση του φυσικού αερίου είναι σαφώς αποδεκτή στις κοινωνίες της Κύπρου και της Ελλάδας. Οι οικονομίες θα έχουν τη δυνατότητα σημαντικής ανάπτυξης με νέες θέσεις εργασίας και δυνατότητες βιομηχανικής και τεχνολογικής ανάπτυξης. Επιπλέον, το φυσικό αέριο θεωρείται περισσότερο φιλικό προς το περιβάλλον, καθώς οι ρύποι που παράγονται από την καύση του είναι λιγότερο βλαβεροί από αυτούς του πετρελαίου και των παραγώγων του. Άρα θεωρείται μια επιλογή γενικώς αποδεκτή (acceptability). Τέλος, σχετικά με την ανεκτικότητα (affordability) της εξόρυξης, προφανώς είναι μια επένδυση που θα αποδώσει και θα τονώσει την οικονομία των δύο χωρών, εξαιτίας της ανταγωνιστικής τιμής του φυσικού αερίου έναντι του πετρελαίου και της προτίμησής του από την ΕΕ. Άλλωστε, πριν την υπογραφή της συμφωνίας 3+1, δαπανήθηκαν με χρηματοδότηση της ΕΕ, δεκάδες εκατομμύρια ευρω σε έρευνες σχετικά με την ανακάλυψη, εξόρυξη, διανομή και ανάλυση κερδών των ενδιαφερόμενων μερών.


Απάντηση