
Γράφει ο Λυκούργος
Πολλές φορές αναρωτιόμαστε γιατί συμβαίνουν τόσα από τα κακώς κείμενα στα οποία γινόμαστε αυτόπτεις μάρτυρες. Διαφθορά, ιδιοτέλεια, ανοργανωσιά είναι μερικά από αυτά τα οποία βιώνουμε καθημερινώς. Το ζήτημα που εγείρεται παρόλ’ αυτά είναι το εξής, ποιά μπορεί να είναι σχέση ανάμεσα σε αυτά τα προβλήματα και την μακροχρόνια Εθνική Στοχοθεσία. Κι αυτό διότι πολλοί αναρωτιόμαστε «και τί με νοιάζει ΕΜΕΝΑ το Καστελόριζο ή η Ανατολική Μεσόγειος;»
Προκειμένου να απαντήσουμε δομημένα στο ανωτέρω ερώτημα και να το ανάξουμε σε Ομηρικά Άστοχο, θα πρέπει να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή στις απαρχές της δημιουργίας του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους. Αρχικά θα πρέπει να αναφερθεί ό,τι καθόλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ξεσπούσαν επαναστάσεις οι οποίες και κατεπνίγοντο. Το 1821 και με την έναρξη της εν λόγω Επανάστασης συνέπεσαν οι συγκυρίες οι οποίες συνέκλιναν προς την περαιτέρω διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεν θα πρέπει να λησμονηθεί πώς ο κύριος Αντικειμενικός Σκοπός των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν η διάσπαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο οποίος και θα επιτυγχανόταν μέσα από την ίδρυση ενός σχετικά μικρού, απόλυτα ελεγχόμενου ναυτικού Κράτους.
Συνεπώς, σαν Δυνάμεις που έχουν μακροπρόθεσμη ατζέντα σχεδιασμού το ζήτημα δεν είναι έαν υλοποιηθεί το πλάνο, αλλά το πότε. Κατά αυτό τον τρόπο οδηγηθήκαμε στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 20 Οκτώβριο του 1827, που διέσωσε την Ελληνική Επανάσταση και αποτέλεσε ουσιαστικά την έναρξη του Νεοελληνικού Κράτους. Σίγουρα χωρίς την ανωτέρω Ναυμαχία η έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης θα ήταν πολύ διαφορετική από αυτή που γνωρίζουμε σήμερα, άρα και η εξέλιξη του Νεοελληνικού Κράτους. Τελικώς, η Ελληνική Επανάσταση του 1821 έληξε το 1828, όπου και απελευθερώθηκαν η Πελοπόννησος (Μοριάς), η Στερεά Ελλάδα και οι Κυκλάδες.
Γιατί αναφέρονται όλα αυτά;
Το 2020 ο Πρόεδρος της Τουρκίας έκανε μια δήλωση η οποία εξέθετε την ιστορία και ανέφερε επί της ουσίας τη διαφορά Ελλάδας και Τουρκίας όσον, αφορά τα θεμέλια ύπαρξης των δύο κρατικών οντοτήτων, η οποία έγκειται στο γεγονός ότι τη δεύτερη δεν την δημιούργησε κανείς. Αυτή η αλήθεια, όσο δυσάρεστη κι εάν ακούγεται σε κάποιους, είναι η ωμή ρεαλιστική προσέγγιση της Ιστορίας. Παρόλ’ αυτά, και σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, «τα πάντα ρει και ουδέν μένει». Το ότι κάποιοι μας δημιούργησαν δεν σημαίνει ότι ες αεί θα είμαστε υποχρεωμένοι ή ότι θα αποδεχόμαστε το ρόλο του ιπποκόμου στα γεωπολιτικά παιχνίδια και τεκτενόμενα. Ο έλεγχος από ιδρύσεως είναι δεδομένος. Εν τούτοις, όμως θα πρέπει σιγά σιγά να ζυμώνονται απόψεις οι οποίες ρέπουν στον απογαλακτισμό από ιδεολογίες όπως «είμαστε μια μικρή χώρα, δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τους μεγάλους,όλα πουλημένα είναι» ή «τίποτα δεν αλλάζει». Η απάντηση έχει δοθεί από τον μεγαλύτερο Έλληνα στρατηλάτη και είναι η εξής: «Τίποτα αδύνατο για αυτόν που θα προσπαθήσει».
Προκειμένου να επετευχθεί κάτι τέτοιο το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει είναι να τεθεί ξεκάθαρη Εθνική μακροχρόνια Στοχοθεσία. Δεν γνωρίζω εάν υπάρχει πλάνο για το πώς θα πρέπει να είναι η Ελλάδα το 2030 ή το 2050. Η Τουρκία για παράδειγμα έχει συγκεκριμένους ΑΝΣΚ τους οποίους κατακτά με υπομονή (2071, 1000 χρόνια από το Ματζικέρτ να περιλαμβάνετε στους G3), ανεξαρτησία τμήματος οπλικής βιομηχανίας έως το 2023 (100 χρόνια από τη συνθήκη της Λωζάννης). Γιατί όμως το πετυχαίνουν;
Γιατί, ανεξαρτήτου κυβερνώντος, η γραμμή της Τουρκίας ορίζεται από τα θεσμικά τους κείμενα. Και στον εθνικό όρκο των Τούρκων αναφέρεται (κάτι που μπορεί να μην το γνωρίζουν πολλοί ελληνόφωνοι) εν περιλήψει το εξής: «ό,τι απωλέσθη επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πρέπει να ξανακατακτηθεί». Μια πρόταση χωρίς αστερίσκους και υποννοούμενα, που εάν είσαι πολιτικός στην Τουρκία και δεν την υπηρετείς, απλά δεν έχεις πιθανότητα να πολιτευθείς επιτυχώς. Θα πει κάποιος «σιγά μην αφήσουν την Τουρκία».
Σύμφωνοι, η λογική αυτό λέει, κι αν όμως την αφήσουν; Θα το ρισκάρουμε; Σε κάθε σοβαρό Κράτος ή Επιχείρηση το πλάνο σχεδιάζεται με το WCS (worst case scenario), άρα ο σχεδιασμός μας θα πρέπει να είναι συγκεκριμένος και κυνικός.
Μετά λοιπόν την αντιπαραβολή αυτή και επιστρέφοντας στα «εν οίκω» μας, ο μέσος ελληνόφωνος, στο άκουσμα των ανωτέρω πιθανολογικά θα πεί «και τί με νοιάζει ΕΜΕΝΑ για το 2030 ή το 2050». Για την απάντηση θα χρησιμοποιήσουμε τη μέθοδο της Μαθηματικής Επαγωγής και της εις Άτοπον Απαγωγής. Ας χρησιμοποιήσουμε λοιπόν το Εθνικό Ακαθάριστο Εγχώριο προϊόν (GDP), ένα από τα εργαλεία μέτρησης της Οικονομίας η οποία αποτελεί και έναν εκ των πυλών ισχύος ενός Κρατους.
Έστω λοιπόν ότι ο πλούτος κατ’ έτος που παράγεται στην Ελλάδα είναι GDP = A.
Έστω λοιπόν ότι το μέσο κατα κεφαλήν εισόδημα ελληνόφωνου πολίτη κατ’ έτος είναι ΑΕΕ = X.
Εάν ο πλούτος κατ’ έτος που παράγεται στην Ελλάδα γίνει GDP = 2A.
Υπάρχει αυξημένη πιθανότητα το ΑΕΕ = Χ+b (b>0) να αυξηθεί (Επαγωγή)
Αυτό δεν είναι απόλυτο, αλλά πιθανολογικά μιλώντας για έναν νομοταγή πολίτη και με ίδια απόλυτα επίπεδα διαφθοράς, η πιθανότητα αύξησης του ΑΕΕ είναι μεγαλύτερη από ότι στην περίπτωση που
ο πλούτος κατ’ έτος που παράγεται στην Ελλάδα γίνει GDP = A/2 (πχ απώλεια ΑΟΖ).
Οπότε μάλλον και το ΑΕΕ = X – c (c>0) (εις Άτοπο Απαγωγή καθώς αύξηση ΑΕΕ με απώλεια GDP).
Συνεπώς η οικονομία, ως πυλώνας Εθνικής ισχύος κι όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το GDP, θα πρέπει να αυξηθεί.
Πώς λοιπόν θα αυξηθεί και για ποιό λόγο. Θα πρέπει να τεθεί συγκεκριμένη στοχοθεσία, με συγκεκριμένους χρονικούς ορίζοντες, η οποία θα είναι και Διεθνώς γνωστή και η οποία δεν θα επιτρέπει σε κυβερνήσεις να διοικούν κατά το δοκούν, αλλά θα επιτρέπει να αξιολογούνται οι εκάστοτε κυβερνήσεις, επί αυτής, από τους Πολίτες. Αυτή η στοχοθεσία θα πρέπει να λαμβάνει χώρα εντός ΕΕ, της οποίας η Ελλάδα αποτελεί ιδρυτικό μέλος, με δημοκρατικούς θεσμούς, με ισχυρή μαλακή ισχύ, με επιστημονικό προσωπικό που συμμετέχει στο διεθνές γίγνεσθαι, με καίρια γεωστρατηγική θέση κλπ. Οφείλει λοιπόν αυτό το Κράτος να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις.
Το αφήγημα της μικρής, αδύναμης και καταδικασμένης χώρας, είναι μια ιδεολογία που έχει ποτίσει την ψυχολογία του νεοέλληνα και δεν ισχύει. Εάν κανείς μελετήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας θα κατανοήσει το ψέμα που περιέχεται στο ανωτέρω αφήγημα. Σε τεκμηρίωση της άποψης έλλειψης Εθνικής στοχοθεσίας, πώς είναι δυνατόν σε μια χώρα που υπάρχει μακροχρόνια Εθνική στοχοθεσία, το οδικό δίκτυο, που αποτελεί βασικό στοιχείο υποδομής για ανάπτυξη, να μην είναι ολοκληρωμένο εν έτει 2021 (και ενώ έχουν περάσει πακέτα επιδοτήσεων)… Ενδεικτικά αναφέρουμε τις συνέπειες αυτού σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ από τον Ιανουάριο 2010 – Φεβρυάριο 2021:

Εκτιμώ ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αντιληπτική οξύτητα ή κάποιος να αποτελεί μέλος της MENSA, για να αναλογιστεί τις συνέπειες απώλειας μιας μικρής πόλης (9436) μέσα σε μια δεκαετία, αλλά και την επιβάρυνση του κρατικού υπολογισμού για την αποκαταστάση των βαριά τραυματισμένων (11473). Εάν λάβουμε υπόψη και το δημογραφικό ως πυλώνα εθνικής ισχύος, κατανοούμε ότι το εύρος της ζημιάς διευρύνεται. Συνεπώς, αγαπητέ συμπολίτη, ίσως σε αυτό το σημείο αισθάνεσαι πώς η απουσία μακροχρόνιας Εθνικής Στρατηγικής και Στοχοθεσίας μπορεί να έχει οδηγήσει το παιδί σου ή κάποιο άλλο αγαπημένο σου πρόσωπο στην ενημέρωση του ανωτέρω πίνακα.
Ίσως κατανοείς, ότι πλέον δεν έχει σημασία τί ψηφίζεις,αλλά περισσότερο με ποιό ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ παραχωρείς την ψήφο σου. Όταν θα μάθεις να ψηφίζεις (και το δηλώνεις ξεκάθαρα στους Πολιτικούς ώστε να γνωρίζουν), με γνώμονα το συλλογικό Εθνικό συμφέρον κι όχι τη νομιμοποίηση του αυθαίρετου σου, λόγου χάρη, τότε έχεις πιθανότητα ευημερίας. Και η ευημερία δεν είναι κάτι που μετράται μόνο με το χρήμα. Είναι η ποιότητα ζωής σου, είναι το αίσθημα Ασφάλειας, είναι οι υπηρεσίες που σου παρέχονται, η Παιδεία που λαμβάνει το παιδί σου. Όταν θα απαιτείς το Καστελόριζο να συνεχίζει να είναι Ελληνικό, η ΕΑΒ να παράγει, να λειτουργούν τα Ναυπηγεία σου, τότε έχεις και νόμιμο και ηθικό δικαίωμα να απαιτείς εν συνεχεία και για ΣΕΝΑ. Γιατί το Καστελόριζο είσαι ΕΣΥ, εγώ και όλοι οι Έλληνες Πολίτες ταυτόχρονα, και όλα όσα απολαμβάνεις κάτω από αυτό το STATUS QUO, πρέπει να κατανοήσεις ότι είναι ΚΕΚΤΗΜΕΝΑ των Πολιτών, όχι ΔΙΚΑΙΩΜΑ για τον καθέναν άνθρωπο επί Γης.
Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, σαν συνεχιστές εκείνων, τους οποίους θαυμάζουμε και οφείλουμε να ξεπεράσουμε, κλείνω στρεφόμενος στην Αθηναϊκή Δημοκρατία, υπενθυμίζοντας τα λόγια από τον Επιτάφιο του Περικλή:

Πρός όλους τους Έλληνες Πολίτες.